Ο κόσμος έχει πλημμυρίσει από σχολές που προσφέρουν, έναντι αμοιβής, πρακτικούς τρόπους ατομικής πνευματικής ανέλιξης. Όμως ο Λόγος θέλει την άμεση ένωση μαζί του και την πνευματική μας πορεία να διενεργείται μέσα από αυτή την ένωση:
Αγαπημένε μου, άνθρωπε, έχεις ξεχάσει να μιλάς μαζί μου, να μιλάς με τον Εαυτό σου. Με αναζήτησες μέσα από τεχνικές, μέσα από καταστάσεις φτιαγμένες από την προσωπικότητα, μέσα από τα αντιφεγγίσματα της αλήθειας. Γιατί να μη με πλησιάσεις άμεσα και όχι με έμμεσους τρόπους, σαν εαυτός προς Εαυτό, σαν αγάπη προς Αγάπη; Γιατί να μη μου μιλήσεις με τον μόνο τρόπο που γνωρίζει η Ύπαρξη, με την ενότητα; (…) Είμαι μέσα σου και αναμένω τον ήχο που θα με ενεργοποιήσει για να εκδηλωθώ. Ενεργοποιημένος υπάρχω στα σύμπαντα, υπάρχω στο άχωρο και στο άχρονο. Ενεργοποιημένος και ανενδεής. Αδρανής και ενδεής, υπάρχω εντός σου (…).1
(…) η νέα κοσμική περίοδος έχει σαν χαρακτηριστικό της τον γοργό ρυθμό, τη γρήγορη κίνηση, τη συνειδητή και άμεση εκδήλωση, τη συνεχή δραστηριότητα. Κι αυτός ο ρυθμός, αυτή η δόνηση, δεν συγχρονίζεται με τη διαλογιστική παθητικότητα.2
Η αλήθεια είναι ότι αυτοί που βλέπουν με πνευματική όραση και γνωρίζουν, που μπορούν να διδάξουν αλλά και να προστατεύσουν απ’ τους κινδύνους τέτοιων πρακτικών και τεχνικών, δηλαδή οι Διδάσκαλοι της Σοφίας, που ανήκουν στην Πνευματική Ιεραρχία, έχουν αποφανθεί οριστικά για όλα αυτά εδώ και πάνω από επτά δεκαετίες. Λέει π.χ. ο Θιβετανός, τα βιβλία του οποίου γράφηκαν απ’ το 1919 ως το 1949:
(…) η ασάφεια του διαλογισμού όπως διδάσκεται και εφαρμόζεται στην Ανατολή και τη Δύση, και ο έντονα εγωιστικός του τόνος (προσωπική απελευθέρωση και προσωπική γνώση), προκαλούν μια εξέγερση. Σήμερα η απαίτηση είναι για ομαδική εργασία, ομαδικό καλό, ομαδική γνώση, ομαδική επαφή με το θείο, ομαδική σωτηρία, ομαδική κατανόηση και ομαδική σχέση με τον Θεό και την πνευματική Ιεραρχία. Όλα αυτά υποδηλώνουν πρόοδο.3
Ο Μορύα, στα βιβλία του ανάμεσα στο 1924 και το 1935, προχωράει ακόμα πιο πέρα:
Όχι ο διαλογισμός, αλλά το εγκάρδιο συναίσθημα οδηγεί στην αποκάλυψη του πνεύματος. (…) Μόνο η καρδιά που έχει φλογιστεί με όλα τα πυρά μπορεί να γνωρίσει την ομορφιά της ανώτερης ζωής.4
Είναι σωστό να θεωρήσουμε τις μυήσεις, τον διαλογισμό και τη συγκέντρωση σαν ξεπερασμένες ιδέες· (…).5
(…) στη νέα εξέλιξη, οι προηγούμενες τεχνικές μέθοδοι πρέπει να εγκαταλειφθούν. (…) Η μηχανική του γιογκισμού δεν είναι πια κατάλληλη για την αναγέννηση του κόσμου.6
Μπορεί να αποδειχθεί, πως η πραναγιάμα και οι άλλες τεχνητές μέθοδοι των διαφόρων γιόγκα είναι δυνατόν να αντικατασταθούν από μία απλή πύρινη καρδιά.7
Επειδή πάντα υπάρχουν κάποιοι που ονειρεύονταν πρόσκτηση δυνάμεων μέσα από τέτοιες πρακτικές, ο Θιβετανός έχει μια σαφή απάντηση γι’ αυτούς:
Μόνον όταν ο αγωγός ανοίγει για την ενόραση και κλείνει για τη ζωώδη φύση μπορεί ο άνθρωπος να προχωρήσει συνετά στο έργο του. Μόνον όταν η καρδιά διευρύνει την ικανότητά της να υποφέρει μαζί με όλα όσα αναπνέουν, να αγαπά το καθετί με το οποίο έρχεται σε επαφή και να κατανοεί και να συμπονεί ακόμη και τα λιγότερο συμπαθή πλάσματα του Θεού, θα μπορέσει να προχωρήσει το έργο όπως είναι επιθυμητό.
Μόνον όταν η ανάπτυξη είναι ισόρροπη, μόνον όταν η διάνοια δεν προτρέχει πολύ της καρδιάς και ο νοητικός κραδασμός δεν αποκλείει τον ανώτερο του Πνεύματος, είναι δυνατό να εμπιστευθούν στον σπουδαστή την απόκτηση δυνάμεων οι οποίες, αν χρησιμοποιηθούν λανθασμένα, μπορεί να καταλήξουν σε όλεθρο για το περιβάλλον του, καθώς και για τον ίδιο.8
Ας δούμε, όμως, συγκεκριμένα κάποιους κινδύνους του διαλογισμού, πάλι από τον Θιβετανό:
Επιθέσεις επί του μαθητή από εξωτερικές οντότητες σε κάποιο πεδίο. Οι οντότητες αυτές μπορεί να είναι απλώς ανθρώπινα όντα εκτός ενσάρκωσης ή μπορεί να είναι μη ανθρώπινοι κάτοικοι άλλων πεδίων. Αργότερα, όταν ο σπουδαστής έχει αρκετή σημασία για να ελκύσει την προσοχή, η επίθεση μπορεί να έλθει από εκείνους που ασχολούνται αποκλειστικά με την ύλη για να παρεμποδίσουν την πνευματική ανάπτυξη – τους μαύρους μάγους, τους σκοτεινούς αδελφούς και άλλες δυνάμεις που εμφανίζονται καταστροφικές.9
Στον διαλογισμό είναι κυριολεκτικά δυνατό να παίζουμε με τη φωτιά. Οι ντέβα των νοητικών επιπέδων χειρίζονται τα λανθάνοντα πυρά του συστήματος, κι έτσι, παρεμπιπτόντως, τα λανθάνοντα πυρά του εσώτερου ανθρώπου. Είναι οδυνηρά δυνατό να καταστούμε παίγνιο της προσπάθειάς τους και να καταστραφούμε στα χέρια τους. Εδώ σας λέω μια αλήθεια, δεν εκφράζω χίμαιρες ενός ευφάνταστου νου. Προσέχετε όταν παίζετε με τη φωτιά.10
Και μόνον οι κίνδυνοι για τον εγκέφαλο, φθάνουν και περισσεύουν για να μας κάνουν να το σκεφτούμε πολύ, πριν εμπιστευτούμε κάποια σχολή ή κάποιον δάσκαλο διαλογισμού:
Ο εγκέφαλος πάσχει κυρίως κατά δύο τρόπους: Από συμφόρηση, που προκαλεί επίχυση στα αιμοφόρα αγγεία και επακόλουθη τάση στον λεπτεπίλεπτο εγκεφαλικό ιστό. Μπορεί να καταλήξει σε μόνιμη βλάβη και, ακόμη, να προκαλέσει ηλιθιότητα.
(…) Από παράνοια. Το κακό αυτό έχει συχνά παρατηρηθεί σε σοβαρούς σπουδαστές που επιμένουν σε μια ασύνετη πίεση ή επιδιώκουν να αφυπνίσουν το ιερό πυρ με αναπνευστικές ασκήσεις και παρόμοιες πρακτικές. Πληρώνουν το τίμημα της απερισκεψίας τους με απώλεια του λογικού τους. Το πυρ δεν προχωρεί με τη σωστή γεωμετρική μορφή, δεν σχηματίζονται τα αναγκαία τρίγωνα και το ηλεκτρικό ρευστό ορμά με όλο και μεγαλύτερη ταχύτητα και θερμότητα προς τα πάνω και κατακαίει κυριολεκτικά ολόκληρο ή μέρος του εγκεφαλικού ιστού, επιφέροντας έτσι την παράνοια και μερικές φορές τον θάνατο.11
Μόνον Διδάσκαλοι της Πνευματικής Ιεραρχίας μπορούν να δώσουν κατάλληλους διαλογισμούς και να προστατεύσουν τους μαθητές. Λέει Θιβετανός (τα μαύρα δικά μας):
Σας έδωσα εδώ μερικούς υπαινιγμούς. Είναι ωστόσο πολύ λίγοι σε σύγκριση με όσα θα γίνουν γνωστά αργότερα, όταν εκείνοι από σας που τώρα μελετούν διευρύνουν ακόμα περισσότερο τη συνείδησή τους, όμως είναι τα μόνα που μπορώ να δώσω επί του παρόντος, και δόθηκαν μόνον αυτά με την πρόθεση να καταδειχθεί πόσο πολλά πρέπει να ληφθούν υπόψη, προκειμένου να προσδιορισθούν κατάλληλα οι τύποι διαλογισμού από έναν Διδάσκαλο.12
(…) Όλα αυτά πρέπει να σας έδειξαν πόσο σοφός πρέπει να είναι ο δάσκαλος που θα τολμήσει να υποδείξει έναν διαλογισμό. Θα ήθελα να παρεμβάλλω εδώ ένα σημείο: κανένας διαλογισμός που να είναι αληθινά κατάλληλος δεν μπορεί να ανατεθεί από δάσκαλο που δεν έχει την ικανότητα της αιτιώδους συνείδησης κι επαφής [σ.σ.: δηλαδή να έχει συνείδηση του αιτιατού σώματος]. Όταν ο δάσκαλος γνωρίζει τον φθόγγο, τη συχνότητα κραδασμού και το χρώμα [σ.σ.: του αιτιατού σώματος του μαθητή], τότε μπορεί με σύνεση να αναθέσει διαλογισμό, όχι όμως προηγουμένως.13
Ο Μορύα αναφέρεται σε κάποιες ακραίες, τραγικές περιπτώσεις:
Γνωρίζουμε περιπτώσεις της αποκαλούμενης έκστασης, κατά τις οποίες καλοί οργανισμοί έγιναν ανώφελα στάχτη. Η έλλειψη φυσικής προετοιμασίας είχε ως αποτέλεσμα φλόγωση των κέντρων, απλώς λόγω ατέλειας του μηχανισμού.14
Απ’ όποια πλευρά και να το δούμε, τελικά, οι δρόμοι του Λόγου είναι πολύ πιο απλοί:
Γιατί αναζητάς δυσνόητους τρόπους για να με γνωρίσεις, για να γνωρίσεις τον Εαυτό σου; Διότι η τεχνική είναι ένας δυσνόητος τρόπος, έστω κι αν σου φαίνεται προσιτός. Είναι δυσνόητος, γιατί ποτέ δεν προσπαθείς να πλησιάσεις ό,τι είναι δικό σου με κάποια τεχνική. Επικοινωνείς με την αμεσότητα των παλμών, με την επικοινωνία των κοινών στοιχείων, με τη δυνατότητα άμεσης εκδήλωσης. Επομένως, πας να προσεγγίσεις ό,τι είναι περισσότερο δικό σου με τρόπους που σε απομακρύνουν; Πας να βρεις τον Εαυτό σου χρησιμοποιώντας πρίσματα; Χρησιμοποιώντας στάδια που διαμορφώνουν αποστάσεις;15
Είναι αλήθεια ότι ο Διδάσκαλος Ιωάννης είχε οριστικά αποφανθεί γι’ αυτές τις τεχνικές, π.χ., για την ενασχόληση με το άνοιγμα των κέντρων και τα παρόμοια:
Τα κέντρα του ανθρώπου, τα κέντρα των δυνάμεων, τα κέντρα ζωής μες στον άνθρωπο ανοίγουν όταν ο καθένας είναι έτοιμος, όταν είναι πεπληρωμένος φωτός και αγάπης. (…) Δύναμή σας η αγάπη, δύναμή σας μοναδική, αξεπέραστη, ακατανίκητη, η αγάπη σας! Η αγάπη σας θα σας θεώσει, η αγάπη σας θα σας εξομοιώσει με τον Λόγο Θεό (…).16
Τα ίδια λέει και ο Θιβετανός:
(…) τα κέντρα καθίστανται ενεργά με την καλλιέργεια ορισμένων βασικών αρετών κι όχι με τον διαλογισμό ή τη συγκέντρωση πάνω σε αυτά. Φέρονται αυτομάτως στην αναγκαία ακτινοβολιακή κατάσταση με τον ορθό τρόπο ζωής, τις ανώτερες σκέψεις και την ενεργό αγάπη. Αυτές οι αρετές μπορεί να σας φαίνονται ανιαρές και χωρίς ενδιαφέρον, αλλά είναι πανίσχυρες και επιστημονικώς αποτελεσματικές, στο να φέρνουν τα κέντρα στην ποθητή ακτινοβολιακή δραστηριότητα.17
Σας αποτείνω εδώ μια επίσημη προειδοποίηση. Ας επιδοθεί ο άνθρωπος σε μια ζωή υψηλού αλτρουισμού, σε μια πειθαρχία που θα εκλεπτύνει και θα υποτάξει τους κατώτερους φορείς του και σε επίπονη προσπάθεια να εξαγνίσει και να ελέγξει τα περιβλήματά του. Όταν αυτό επιτευχθεί κι έχει ανυψωθεί και σταθεροποιηθεί ο κραδασμός του, θα διαπιστώσει πως η ανάπτυξη και η λειτουργικότητα των κέντρων ακολούθησαν παράλληλη πορεία (…). Μεγάλος κίνδυνος και φοβερά δεινά αναμένουν τον άνθρωπο που διεγείρει αυτά τα κέντρα με αθέμιτες μεθόδους και που πειραματίζεται με τα πυρά του σώματός του δίχως την απαραίτητη τεχνική γνώση. Μπορεί να πετύχει με τις προσπάθειές του τη διέγερση των πυρών και την ενίσχυση της δράσης των κέντρων, αλλά θα πληρώσει το τίμημα της άγνοιας με την καταστροφή της ύλης, την πυρπόληση του σωματικού ή εγκεφαλικού ιστού, τη διατάραξη των φρένων και τη διάνοιξη διόδων σε ρεύματα και δυνάμεις ανεπιθύμητες και καταστρεπτικές.18
(…) το έργο σε σχέση με τα κέντρα είναι συμπτωματικό της αληθινής πνευματικής ανάπτυξης και είναι, ή θα έπρεπε να είναι, εντελώς μηχανικό και αυτόματο.19
Τα παραπάνω είναι αρκετά για να δείξουν πόσο αδαείς και επικίνδυνες είναι οι σχολές που υπόσχονται άνοιγμα των κέντρων, εξωσωματικές εμπειρίες κ.λπ. Όσο για το ιδιοτελές ενδιαφέρον για την ατομική άνοδο και εξέλιξη, είναι αρκετή η μικρή προσευχή που ακολουθεί, για να βάλει τα πράγματα στη θέση τους:
Φύλαξέ με, Εαυτέ Άπειρε, από τον εγκλωβισμό στην πλάνη της απομόνωσης και της αποκομμένης ενασχόλησης με την τελειοποίηση του τμήματος που αποτελώ. Φύλαξέ με από κάθε κατάσταση που θα στρέψει την προσοχή μου αποκλειστικά και μόνο στη δική μου άνοδο.20
Αλλά κι αυτή η θέση του Πλάτωνα, όπως τη μεταφέρει ο Μορύα, τα λέει επίσης όλα:
Ο Στοχαστής είπε: «Φίλε, τι χρειάζεται η αυτοτελειοποίηση αν δεν μπορείς να αναγνωρίσεις το Κοινό Καλό;».21
~*~
Θα ρωτήσει κανείς: και πώς θεωρεί, λοιπόν, η Πνευματική Ιεραρχία ότι πρέπει να διευρύνεται η συνειδητότητα και να αναπτύσσεται η ενόραση; Ας το δούμε. Ο Μορύα, π.χ., δεν βρίσκει καμιά αξία στους τεχνητούς τρόπους ούτε δέχεται πως μια τέτοια ανάπτυξη επιτρέπεται να σκοπεύει στο προσωπικό όφελος. Γράφει λοιπόν για την Έλενα Ρέριχ ότι,
(…) γνωρίζει και έχει δοκιμάσει τις ικανότητές της να βλέπει και ν’ ακούει τους αόρατους και ανάκουστους κόσμους. Είναι σημαντικό, ότι τα αξιοσημείωτα επιτεύγματά της αποκτήθηκαν με φυσικό τρόπο. Ακόμη και στους αρχαίους καιρούς οι άνθρωποι γνώριζαν τεχνητούς τρόπους για διάνοιξη του δρόμου προς το αόρατο, αλλά καμία αφύσικη προσέγγιση δεν έχει αξία.
Μπορεί κανείς να δει ότι τα πάντα στο Σύμπαν προσαρμόζονται στον σκοπό και μπορούν ν’ αποκτηθούν με φυσικά μέσα· γι’ αυτό η επίτευξη της Ουρουσβάτι [σ.σ.: η Έλενα Ρέριχ] θεωρείται πολύτιμη. (…) Αυτά τα επιτεύγματα πρέπει να διαφυλάσσονται, γιατί σκοπό τους έχουν όχι το προσωπικό όφελος αλλά την πρόοδο των ανθρώπων.22
Κι αλλού:
Ο άνθρωπος πρέπει να δηλώσει στον εαυτό του: «Θέλω να διευρύνω τη συνειδητότητά μου!». Μόνο μια ελεύθερη θέληση μπορεί να δημιουργήσει έναν ισχυρό μαγνήτη. «Θέλω και μπορώ». (…) Ένα τέτοιο έργο μπορεί να επιτευχθεί μόνον από κάποιον που έχει αφιερωθεί στην υπηρεσία της ανθρωπότητας.23
Ας δεχτούμε την αγάπη ως ώθηση για την επέκταση της συνειδητότητας.24
Η αύξηση της αγωνιστικότητας εντείνει το μεγάλωμα της συνειδητότητας.25
Ο Θιβετανός επιβεβαιώνει επίσης, ότι η αληθινή ενόραση λειτουργεί μόνο για την ανθρωπότητα και ποτέ για ατομικούς σκοπούς:
(…) η ενόραση δεν αφορά ποτέ τα ατομικά προβλήματα ή έρευνες, όπως νομίζουν πολλοί εγωκεντρικοί ζηλωτές. Είναι καθαρά απρόσωπη, και εφαρμόζεται μόνο στην ανθρωπότητα κατά μια συνθετική έννοια.26
Δηλώνει, επίσης, την απερίφραστη προτίμησή του στη διεύρυνση της συνειδητότητας με τον αγώνα του ανθρώπου και όχι με τα μάντραμ:
Η ανάπτυξη της ενόρασης διά της έφεσης, της προσπάθειας, της αποτυχίας και της ανανεωμένης προσπάθειας που οδηγεί σε επιτυχία, είναι πολύ πιο ωφέλιμη απ’ τα γοργά αποτελέσματα που προκαλούνται με τη χρήση του ήχου.27
Εξάλλου, σε άλλο βιβλίο του, θα συναρτήσει άμεσα την αφύπνιση της ενόρασης με την αγάπη. Γράφει π.χ. για τον αληθινό ιερέα:
Είναι ο φίλος κι ο αδελφός όλων, κι επειδή αγαπά βαθιά, η σοφία είναι δική του και (…) η ενόρασή του είναι αφυπνισμένη και η αποκάλυψη είναι η ανταμοιβή του.28
Και στην ίδια σελίδα, θα προσθέσει για τους «πρακτικούς μυστικιστές»:
(…) η απασχόλησή τους με την πραγματικότητα και η βαθιά τους αγάπη για την ανθρωπότητα έχουν αποδεσμεύσει την ενόραση.
- Διονύσης Δώριζας, Φώτιση, Κονιδάρης, Αθήνα, 1988, σ. 96.p
- Διονύσης Δώριζας, Θέωση, Κονιδάρης, Αθήνα, 1986, σ. 200.
- Η Εξωτερίκευση της Ιεραρχίας, Κέδρος, Αθήνα, 1996, σ. 492 [418].
- Πύρινος Κόσμος Γ’, (1935), Κέδρος, Αθήνα σ. 179 [207].
- Άγκνι Γιόγκα, (1929), Πνευματικός Ήλιος, Αθήνα, 1990, σ. 115 [156].
- Φύλλα από τον κήπο του Μορύα, βιβλίο 2ο, τόμ. 1ος, (1924), Πύρινος Κόσμος, σ. 48 [III-7].
- Ιεραρχία, (1931), Τρισήλιον, Αθήνα, 1981, σ. 190 [297].
- Επιστολές για τον Αποκρυφιστικό Διαλογισμό, (1920), Κέδρος, Αθήνα, 2010, σ. 104 [91].
- Στο ίδιο, σ. 105-106 [92].
- Στο ίδιο, σ. 136 [130].
- Στο ίδιο, σ. 118 [104].
- Στο ίδιο, σ. 47 [39].
- Στο ίδιο, σ. 49 [40).
- Έλενα Ρέριχ, Στο κατώφλι του Νέου Κόσμου, Κέδρος, Αθήνα, 2019, σ. 168.
- Διονύσης Δώριζας, Φώτιση, Κονιδάρης, Αθήνα, 1988, σ. 143.
- Ομιλία του Δασκάλου το 1986.
- Η Τηλεπάθεια και ο Αιθερικός Φορέας, Αθήνα, 1981, σ. 187 [175].
- Πραγματεία επί του Κοσμικού Πυρός Α’, (1925), Κέδρος, Αθήνα, 2008), σ. 158 [162].
- Μαθητεία στη Νέα Εποχή ΙΙ, Αθήνα, 1999, σ. 666 [604].
- Διονύσης Δώριζας, Δάσκαλος Ιωάννης, Κονιδάρης, Αθήνα, 1989, σ. 144.
- Υπεργήινο – Δ’ (1938), Κέδρος, Αθήνα, 2007, σ. 283.
- Στο ίδιο, σ. 35-36 [721].
- Στο ίδιο, σ. 137 [796].
- Καρδιά, (1932), Κέδρος, Αθήνα, 2012, σ. 170 [243].
- Απειροσύνη, Α’ (1930), Κέδρος, Αθήνα, 2009, σ. 306 [343].
- Γοητεία: Ένα Παγκόσμιο Πρόβλημα, Κέδρος, Αθήνα, 2008, σ. 195 [181-182].
- Πραγματεία επί του Κοσμικού Πυρός, Α’, Κέδρος, Αθήνα, 2000, σ. 452 [452].
- Γοητεία, σ. 147-148 [138].