Ο στοχαστής

Κοιτάζοντας ό,τι δημιούργησε η ανθρώπινη φυλή στον χρόνο, μεγαλειώδες ή ποταπό, ο στοχαστής, ένας ταπεινός μαθητής του Λόγου, άρχισε ν’ αντιλαμβάνεται ότι αυτός είναι όλα αυτά, αυτός είναι η Ιστορία.

Άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι πίσω από την κατακερματισμένη ύπαρξη και δράση, το υποκείμενο που δρα είναι ένα και ενιαίο – και είναι ο εαυτός του.

Ερευνώντας, εντόπισε τις αρχαίες και σύγχρονες αναφορές σ’ αυτό το ενιαίο υποκείμενο, από τον Αδάμ της Βίβλου, ως τον Έναν Άνθρωπο των φιλοσόφων και των ποιητών, και έφερε στη μνήμη του τον Σωφρόνιο του Έσσεξ, που βεβαιώνει αυτόν τον Έναν ως μια πραγματικότητα που μπορεί να βιωθεί.

Συνειδητοποίησε ο στοχαστής, ότι σε κάθε άνθρωπο υπάρχει συσκοτισμένη η έννοια του ενός Γενάρχη της ανθρωπότητας, και ότι αυτός ο Γενάρχης μάχεται και αγωνιά να συνειδητοποιήσει μες την Ιστορία και μες στον καθέναν τον εαυτό του.

Τότε, ταυτισμένος με την Ιστορία και με κάθε άνθρωπο, αναρωτήθηκε με αγωνία: Ποια είναι η σχέση μου με την Πηγή; Ποιος είμαι;

Αντιλήφθηκε πως ό,τι δόθηκε ως προσέγγιση στις αρχαίες διδασκαλίες ήταν ανεπαρκές ως απάντηση και ότι αποτελούσε μόνον προετοιμασία για την ενσάρκωση της απάντησης. Και κοιτάζοντας στο κέντρο της Ιστορίας είδε τον Δημιουργό του Κόσμου, τον Λόγο που ενσαρκώθηκε και που αυτοονομάστηκε Υιός του Θεού και υιός του Ανθρώπου, να του απευθύνεται ταπεινά.

Εγώ ειμί ο Εαυτός σου. Είτε ως ξεχωριστό άτομο είτε ως ο Ένας Άνθρωπος, η ζωή σου βρίσκεται μες στη Ζωή μου. Η αγωνία σου στην Ιστορία οφείλεται στο τραύμα του διαχωρισμού μας. Όλες σου οι προσπάθειες ν’ ανυψωθείς από τον κατακερματισμό στην ενότητα και την αδελφοσύνη, να δοξάσεις την ομορφιά με τα έργα σου και να αναστήσεις τη Γη, πήγαζαν απ’ την ανεπίγνωστη λαχτάρα σου να με βρεις και να ζήσεις ως Εγώ, ως ένα μαζί μου. Κι εγώ ήρθα, για να σου δείξω ποιος στ’ αλήθεια είσαι και πώς να ζεις.

Ο άνθρωπος άκουγε και ρουφούσε την κάθε λέξη, μα η αγωνία του, αντί να καταλαγιάζει μεγάλωνε. Ένα παράπονο τον συνέθλιβε, μια πικρία απέραντη πλημμύριζε το είναι του και δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί.

Χριστέ μου, φώναξε αναστατωμένος, εσύ ήρθες από τους ουρανούς, τέλειος Θεός και τέλειος Άνθρωπος, μα εγώ έρχομαι από τη λάσπη και το αίμα της Ιστορίας. Είμαι φτιαγμένος από απληστία και ματαιοδοξία, από αλαζονεία και δίψα για κυριαρχία. Οικειοποιήθηκα τη θυσία σου, εμπορευματοποίησα τους αγίους σου, καταδίωξα και φόνευσα τους δίκαιους, έκανα τους φτωχούς φτωχότερους και αδιαφόρησα για την τύχη των παιδιών τους. Αδιαφόρησα για τον πρόσφυγα και τον ανέστιο, μόλυνα τον κόσμο μου και στράφηκα βάναυσα εναντίον της μητέρας γης που με θήλασε και με έθρεψε και να, από μένα τώρα βασανίζεται…

Η φωνή του, φωνή κάθε ανθρώπου που αναγνώριζε την πτώση του και ζητούσε βοήθεια, όλο και περισσότερο γινόταν λυγμός. Πνιγόταν, μα βρήκε το κουράγιο να συνεχίσει:

Πού είναι οι αλήθειες σου; Πού είναι οι διδαχές σου; Πού είναι εκείνοι που θα έφτιαχναν τον κόσμο σύμφωνα μ’ αυτές; Κανείς και τίποτα δεν μπόρεσε να με συγκρατήσει. Ονόμασα αλήθεια και νόημα τον ατομικό και εθνικό εγωκεντρισμό μου, ονόμασα δικαιοσύνη το δίκαιο του ισχυρότερου και ευτέλισα όλους τους διεθνείς θεσμούς συμφιλίωσης.

Και να, ο κόσμος μου, που αγιάστηκε από το χυμένο σου αίμα, πάλι κινδυνεύει, ο πλανήτης κινδυνεύει, όλα είναι σε πιο άσχημη κατάσταση από τότε που ήρθες… Η ύβρις μου υπερυψώθηκε, κανείς δεν είναι μαζί μου, οι άλλοι είναι εναντίον μου, η φύση είναι εναντίον μου, ο εαυτός μου είναι εναντίον μου, κι εσένα σε εξόρισα στα ουράνια για να σε λατρεύω εκεί αρκεί να μην κατέβεις…

Η φωνή του ήταν πια θρήνος… Εκστόμισε μια απελπισμένη φράση κι αισθάνθηκε ότι το Σύμπαν ταράχτηκε συθέμελα:

– Χριστέ μου, πώς μπορείς να μη με αποστρέφεσαι;

Αμέσως όλα σκοτείνιασαν· αστραπές και βροντές, οι αστραπές κι οι βροντές του σκοτισμένου του νου αυλάκωναν έναν μαύρο ουρανό, το χάος βρυχιόταν από παντού, άνεμοι τον χτυπούσαν καταπρόσωπο σφυρίζοντας δαιμονικά· ήταν μόνος, κατάμονος· ξάφνου είδε τον εαυτό του στο κέντρο του στροβιλιζόμενου χάους κρεμασμένο σ’ έναν σταυρό φτιαγμένο από τις ιδέες και τα πεπραγμένα του, αίμα κυλούσε απ’ τα καρφωμένα χέρια του, που κατακρατούσαν άπληστα και αρνιόντουσαν ν’ αφήσουν να πέσουν κάτω τιμές και μεγαλεία, πλούτη και δόξα και εξουσία και ματαιότητες όλου του κόσμου, οι δίνες των ρυπαρών του συναισθημάτων τον κύκλωναν, οι μορφές των σκέψεών του ανέβαιναν από την άβυσσο κάτω από τα πόδια του σαν αποκρουστικά τέρατα, κεραυνοί έγραφαν με φωτιά στο έρεβος τους ζοφερούς στίχους του Αισχύλου “αυτού του μόχθου κάποιο τέλος μην προσδοκάς, πριν φανεί κάποιος θεός για να πάρει τους πόνους σου πάνω του και με τη θέλησή του να κατέβει στον ανήλιαγο Άδη και στους άφεγγους του Τάρταρου βυθούς”,1 και νόμισε πως ούρλιαξε μέσα από τα σωθικά του, μα το στόμα του ανοιγόκλεισε χωρίς ήχο, δεν είχε πια λόγο, είχε απολέσει τον Λόγο, αλλά η σπαρακτική του κραυγή ακούστηκε εκεί που ποτέ δεν υψώθηκε ανθρώπινη κραυγή χωρίς να ακουστεί, και συντάραξε την καρδιά του ουρανού:

Θεέ μου!

Και ο Χριστός άκουσε και ήρθε, και τον κατέβασε από τον σταυρό και πήρε τη θέση του, και αναστήθηκε και του έδωσε τον άρραφο χιτώνα του να φορέσει, κι έγιναν όλα φωτεινά, και χαρά μεγάλη στη Γη και τους ουρανούς. Όμως ο άνθρωπος ήταν ακόμα τρομοκρατημένος. Το όραμα είχε διαπεράσει κάθε κύτταρο και νεύρο του, ανέπνεε δύσκολα, είχε πάρει τη συσπασμένη στάση του βρέφους και εξακολουθούσε να παραμένει διπλωμένος, σαν να μην πίστευε ότι είχε βγει στο φως. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, αλλά από μέσα της αναδύθηκε ο Χριστός και είπε:

– Πώς μπορώ να αποστραφώ τον άνθρωπο, αφού είναι ο εαυτός μου; Μήπως δεν αφήνω τα πολλά πρόβατα για να τρέξω στους γκρεμούς και τις χαράδρες για το ένα απολωλός; Μήπως δεν ματώνουν κάθε στιγμή τα χέρια και τα πόδια μου για σένα;

Εντούτοις, ο στοχαστής, παρ’ ότι είχε γυρίσει στη ζωή και το φως, φαινόταν ακόμα πολύ λυπημένος.

Θεέ της αγάπης, είπε, δεν μπορώ να γίνω σαν εσένα, αλλά ακόμα κι αν γινόμουν άγιος τι θα σήμαινε για τα δισεκατομμύρια των ανθρώπων; Λατρεύουν τη δύναμη και αναζητούν τέτοιους ηγέτες· και να είναι άραγε σ’ αυτόν τον κόσμο του χρήματος επτακισχίλιοι που δεν έκαμψαν γόνυ στον Βάαλ της κατανάλωσης; Πώς θα φτάσει η φωνή σου στην καρδιά κάθε ανθρώπου, Αγαπημένε;

Κι έγινε σιωπή, και μετά ο Χριστός μίλησε πάλι:

Είπα ότι θα ξανάρθω στον ερχόμενο αιώνα για να φέρω την αιώνια ζωή – και ο νέος αιώνας είναι εδώ.

Είπα ότι θα σας στείλω τον άλλο Παράκλητο, που θα λαμβάνει και θα μιλάει από μένα και θα σας οδηγήσει εις πάσα την αλήθεια. Στις αναφορές μου ονόμασα βέβαια δύο φορές το Άγιο Πνεύμα ως Παράκλητο, αλλά άφησα στις υπόλοιπες να νοηθεί πως ο «άλλος» Παράκλητος θα ήταν άνθρωπος.

Είπα ότι θα έρθει ο Ηλίας και θα αποκαταστήσει τα πάντα.

Ο στοχαστής άκουγε προσεκτικά.

Η επανέλευσή μου το νέο αιώνα, στην κοσμική περίοδο που οι συνειδήσεις θα ωρίμαζαν, δεν ήταν λογικό να συνοδευτεί από τη φανέρωση κάθε αλήθειας και από την έναρξη της αποκατάστασης όλων όσων δεν λειτουργούν με αγάπη κι ενότητα στη ζωή της ανθρωπότητας;

Επομένως, οι τρεις αναμενόμενοι ήταν ανάγκη να εκφραστούν από το ίδιο πρόσωπο.

Αυτός θα αναγνωριζόταν ως ο άλλος Παράκλητος, από το ότι θα μιλούσε από εμένα και θα οδηγούσε σε όλες τις αναγκαίες για τον άνθρωπο αλήθειες.

Θα αναγνωριζόταν ως ο Ηλίας, από το ότι θα ερχόταν εν πνεύματι Ηλιού και απ’ το ότι η πνευματική του δράση θα είχε έντονο το στοιχείο της αποκατάστασης των πάντων.

Θα αναγνωριζόταν ως Εγώ, διότι θα ήμουν έντονα παρών σ’ αυτόν, θα δίδασκα και θα εκδηλωνόμουν σε ταυτότητα μαζί του.

Μιλώ για τον Ιωάννη.

Ο μαθητής αντιλήφθηκε ότι οι απορίες που ανέβλυζαν από το νου του έλκυαν άμεσα τις απαντήσεις… Ο Διδάσκαλος έκανε παύσεις σε κρίσιμα σημεία, για να δίνει χρόνο στον μαθητή να αφομοιώνει.

Κι ακόμα, δίπλα του, σε συλλειτουργία πνευματική και ενότητα απόλυτη, θα ήμουν πάλι Εγώ σε μορφή γυναικός, διότι ήταν ο καιρός να φανερωθώ πλέον στην ανθρώπινη συνείδηση ως Λόγος Υιός Μητέρα, μέσα από δύο σκηνώματα: ανδρός και γυναικός. Πράγμα που δεν συνέβη κατά τον πρώτο μου ερχομό, διότι η ανωριμότητα των συνειδήσεων δεν επέτρεψε να αναγνωριστεί η Μαρία ως το δεύτερο σκήνωμά μου.

Έγινε πάλι σιωπή.

Άκουσε, αγαπημένε μου. Ο Ιωάννης θα πάλευε σε κάθε του βήμα με τη μετουσίωση των πτωτικών ποιοτήτων της ανθρωπότητας, διότι υπήρχε ανάγκη αυτή η μετουσίωση να δωριστεί εσωτερικά στην ανθρωπότητα, ως δυναμικό που θα βοηθούσε τον αγώνα για την ανύψωσή της.

Επομένως, σ’ αυτόν οι άλλοι θα έβλεπαν κάποιον σαν αυτούς, έναν ατελή άνθρωπο που εκδηλώνει τον Λόγο. Έτσι θα άνοιγε διάπλατα ο δρόμος για τον καθένα να δεχθεί την ένωση μαζί μου και να αγωνιστεί για την εκδήλωσή της, υπηρετώντας την ανθρωπότητα.

Ο στοχαστής δυσκολευόταν να παρακολουθήσει… Ανοίχτηκε μια μεγάλη παύση, οι σκέψεις του κολυμπούσαν ασύνδετες σε μια άχρονη γαλήνη. Κάποτε ακούστηκε η φωνή Εκείνου, σαν μουσική που έβγαινε από πολλά σημεία ταυτόχρονα, με έγχρωμους σπινθηρισμούς και άφατη γλυκύτητα, ανακουφίζοντας το πνεύμα και το νου του.

Αυτή είναι, είπε η φωνή, μια απλή προσέγγιση στο μυστήριο του Παράκλητου Ηλία Ιωάννη, που την ένωση με τον Λόγο τη μετέτρεψε σε εκδήλωση του Λόγου για την ανύψωση της ανθρωπότητας και τη λύτρωση κάθε ζωής.

Του πρώτου εξ ανθρώπων
που ένωσε μέσα του τα διασκορπισμένα μέλη
του Όλου Ανθρώπου
και δωρίστηκε στο καθένα ξεχωριστά·
που κήρυξε τον Λόγο ως Υιό Μητέρα·
που ανέδειξε το σκήνωμα της Λόγου Μητρός
και συλλειτούργησε φανερά μαζί του·
που εκδήλωσε πύρινα εμένα
ως Έναν Εαυτό με τον άνθρωπο.

Σιγά-σιγά, η δόνηση καταλάγιαζε…

Και τώρα ποια είναι, λοιπόν, η σχέση σου με την Πηγή;
Είναι, βέβαια, η σχέση του Ιωάννη με τον Θεό. 

Και ποιος είσαι, τελικά εσύ;
Εσύ και ο κάθε εσύ,
είσαι στην πραγματικότητα ο Όλος Άνθρωπος,
ένα με τον Θεό και με τον Κόσμο,
συνδημιουργός και συνυπεύθυνος
για την τελείωση της Δημιουργίας.

Η φωνή έσβησε απαλά, και ο στοχαστής έμεινε βαθιά μες στο είναι του να σκέφτεται όσα ειπώθηκαν. Ένας αμυδρός αντίλαλος επέστρεψε για να τον βρει, και παρακάμπτοντας το νου διείσδυσε στην καρδιά του: ειρήνη σ’ εσένα εαυτέ μου…

  1. Τοιούδε μόχθου τέρμα μή τι προσδόκα/πριν αν θεών τις διάδοχος των σων πόνων φανήι, θελήσηι τ’ εις αναύγητον μολείν/Άιδην κνεφαία τ’ αμφί Ταρτάρου βάθη.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *