Υπό Σ.Φ.
Το πρόσωπο του Όλου Ανθρώπου
Αληθινά, πάρα πολλά μπορούν να λεχθούν για το μυστήριο αυτού του προορισμένου, οποιαδήποτε όμως παρουσίαση που δεν θα αναδείκνυε πρωτίστως την ταυτότητά του με τον Έναν Άνθρωπο -άρα και με τον Λόγο-, θα αποτύγχανε να εκφράσει το μείζον και να κάνει κατανοητό γιατί αυτός ο άνθρωπος μπόρεσε να γίνει το όχημα για τη δεύτερη έλευση και εκδήλωση του Λόγου.
Αποτυγχάνοντας, όμως, σ’ αυτό αποτυγχάνουμε και να κατανοήσουμε τον δρόμο που διαμορφώθηκε καθώς, περπατώντας τον βήμα-βήμα, ο προορισμένος κατέστησε σαφές ότι ο δρόμος συνίσταται:
α) Στο να ταυτίζεται κανείς σταδιακά όλο και περισσότερο με τον Όλο Άνθρωπο. Πώς; Μέσα από τη θυσιαστική κατάθεση του εαυτού του υπέρ της ανθρωπότητας και του συνεχούς αγώνα να τη βοηθάει με την έλξη της χάρης και τη διάχυσή της. Και ταυτόχρονα μέσα από τις αυτογνωστικές διεργασίες, που θα του δείχνουν όλο και πιο καθαρά ότι η ανθρώπινη φύση είναι μία, και ότι ο Άνθρωπος είναι Ένας με δισεκατομμύρια μορφές.
β) Στο να ταυτίζεται αντίστοιχα σταδιακά με τον Λόγο, παραδίδοντας τον εαυτό του σ’ Αυτόν, αναγνωρίζοντάς τον ως τον αληθινό Εαυτό του, απαλείφοντας ενσυνείδητα τις αποστάσεις από Αυτόν, βοηθώντας έτσι την προοδευτική γείωση και δράση του Λόγου μέσα από τον άνθρωπο.
Έτσι, για παράδειγμα, δεν μπορεί να αρκούμαστε, απλώς, στο ότι ο Ιωάννης ήταν ο Παράκλητος που υποσχέθηκε ο Χριστός ότι θα μας στείλει, χωρίς να συνδέουμε άμεσα και με σαφήνεια τον Παράκλητο αυτόν με τον Έναν Άνθρωπο. Αυτό χρειάζεται κάποιες διασαφηνίσεις.
Ο όρος Παράκλητος αποδίδεται στα Πρόσωπα του Λόγου και του Αγίου Πνεύματος, που λειτουργούν μες στη Δημιουργία με δυνατότητα άμεσης επαφής με τον άνθρωπο. Έχουμε δηλαδή, σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη, δύο Παράκλητους: τον Χριστό (παράκλητον έχομεν προς τον πατέρα, Ιησούν Χριστόν δίκαιον, Ιω. Α΄ Επιστολή, 2:1) και το Άγιο Πνεύμα (ο δε παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιον ό πέμψει ο πατήρ εν τω ονόματί μου, Ιω.14:26).
Το Έργο υποδεικνύει ότι στις εξαγγελίες του Χριστού για τον Παράκλητο που επρόκειτο να αποσταλεί υπήρχε καλυμμένος και άλλος Παράκλητος πλην του Αγίου Πνεύματος, κάτι όμως που είχαν αντιληφθεί και άλλοι στην Ιστορία. Π.χ. τον 3ο αιώνα ο Μάνης, ο Πέρσης ιδρυτής του Μανιχαϊσμού, δήλωσε ότι ο Παράκλητος ήταν αυτός. Αργότερα, οι μουσουλμάνοι θεολόγοι διακήρυξαν ότι ο Παράκλητος που επρόκειτο να έλθει ήταν ο Μωάμεθ. Τέλος, υπήρξε κι ένας πνευματιστής στην Ελλάδα του 20ού αιώνα, που ισχυρίστηκε το ίδιο για τον εαυτό του.
Το ζήτημα, ωστόσο, είναι ότι ο άλλος Παράκλητος δεν θα μπορούσε σε καμιά περίπτωση να είναι κάποιος ατομικός άνθρωπος, αλλά μόνον ο Ένας Άνθρωπος. Ας το διευκρινίσουμε αυτό λίγο περισσότερο.
Ο Ένας Εαυτός είναι η άρρηκτη ενότητα του Λόγου με τον Έναν Άνθρωπο, όπου αυτοί οι δύο, παρ’ ότι συνυπάρχουν σε μία Υπόσταση, την Υπόσταση του Λόγου, είναι ωστόσο δύο διακριτά πρόσωπα. Αν κι οι ζωές τους αλληλοαφομοιώνονται στον Έναν Εαυτό, τα πρόσωπα παραμένουν. Και, ακριβώς, το πρόσωπο του Λόγου φανερώθηκε κατά την πρώτη έλευση του Ενός Εαυτού, ενώ το πρόσωπο του Ενός Ανθρώπου φανερώθηκε κατά τη δεύτερη έλευσή του. Και όπως ο Λόγος είναι ο πρώτος Παράκλητος, ο Ένας Άνθρωπος είναι ο άλλος Παράκλητος.
Κατά την έναρξη της νέας κοσμικής περιόδου του Υδροχόου, λοιπόν, ο Ένας Άνθρωπος εκδηλώθηκε ως ο άλλος Παράκλητος, μέσα από τον Διδάσκαλο Ιωάννη.
Αυτός ο τρίτος Παράκλητος, ο Άνθρωπος Παράκλητος, που, όπως και το Άγιο Πνεύμα, αποκαλείται «Πνεύμα της Αληθείας», υπάρχει καλυμμένος στις εξαγγελίες του Λόγου Χριστού, ο οποίος αναφέρει γι’ αυτόν: ου γαρ λαλήσει αφ’ εαυτού, αλλ’ όσα αν ακούση λαλήσει (…). Εκείνος εμέ δοξάσει, ότι εκ του εμού λήψεται και αναγγελεί υμίν – Μτφ.: γιατί δεν θα μιλήσει από μόνος του, αλλά θα πει όσα θ’ ακούσει (…). Εκείνος θα φανερώσει τη δική μου δόξα, γιατί θα πάρει απ’ αυτά που εγώ έχω και θα σας τα αναγγείλει (Ιω.16:13-14).
Όμως έχει ανάγκη το Άγιο Πνεύμα, που είναι τέλειος Θεός, να ακούει για να μιλάει; Δεν μπορεί να μιλάει αφ’ εαυτού; Υπάρχει συνεπώς, εδώ, ο Άνθρωπος Παράκλητος.
Εντούτοις, είναι φανερό ότι δεν μπορούμε να περιγράφουμε τον Δάσκαλο Ιωάννη, απλώς, ως τον Παράκλητο. Δεν μπορεί αυτό από μόνο του να φτιάξει πρότυπο και δρόμο. Το ίδιο ισχύει και για την παρουσίασή του, απλώς, ως Ηλία-Ιωάννη.
Αυτή η ένωση ονομάτων δείχνει, κατά τη γνώμη μας, ένωση υποστάσεων. Ας εξηγήσουμε. Είναι πολύ πιθανό ότι μεγάλα όντα, όπως ο προφήτης Ηλίας –στον οποίο δεν είχε εξουσία ο θάνατος–, μπορούν να εκδηλώνονται και μέσα από κάποιον άλλον, που φέρει μέρος του πνεύματός τους: ως εκ τούτου, οι δύο αποτελούν κατά κάποιο τρόπο έναν εαυτό και βρίσκονται σε πνευματική σχέση πατρός/υιού. Κλασικό παράδειγμα, ο Ηλίας και ο Ελισαίος.
Τον καιρό του Ηλία, τον 9ο π.Χ. αιώνα, στο όρος Κάρμηλο άκμαζε η Σχολή των προφητών. Θα πρέπει να υπήρχαν εκεί πολλοί εκπαιδευόμενοι προφήτες, ο καθένας εκ των οποίων είχε και ένα πνευματικό γιο, αφού στην Π. Διαθήκη διαβάζουμε για πενήντα τέτοιους γιους. Ο πνευματικός γιος του Ηλία, ο Ελισαίος, ήταν ένα αγροτόπαιδο, που κλήθηκε από τον ίδιο τον Ηλία, όταν αυτός έριξε τον μανδύα του (τη μηλωτή του) πάνω στον Ελισαίο, την ώρα που ο τελευταίος όργωνε. Όπως και να είχε, οι προφήτες κι η Σχολή πρέπει να είχαν τεράστιο κύρος στους απλούς ανθρώπους, διότι ο Ελισαίος παράτησε αμέσως το όργωμα και ζήτησε μόνο την άδεια να αποχαιρετήσει τους γονείς του, πριν ακολουθήσει τον Ηλία.
Το αξιοσημείωτο στην ιστορία αυτή είναι πως, την ώρα της ανάληψης του Ηλία, ο Ελισαίος τού ζητάει διπλή μερίδα πνεύματος και εισακούεται. Αναδεικνύεται έτσι με τη σειρά του προφήτης με μεγάλες δυνάμεις, θαυματουργός όπως ο Ηλίας, και μάλιστα με διπλά θαύματα από αυτόν.
Λέμε, λοιπόν, ότι δεν είναι υποχρεωτικό να βρίσκεται πάντα το μεγάλο ον σε ενσάρκωση σύγχρονη με τον «υιό» του, σε διαφορετικό σκήνωμα ο καθένας. Μπορεί εξίσου αποτελεσματικά να είναι παρών πνευματικά σ’ αυτόν, και να κινούνται και να λειτουργούν μέσα από το ίδιο σκήνωμα. Τέτοια φαίνεται ότι ήταν η σχέση του Ηλία με τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, ο οποίος, όπως και ο Ελισαίος, έφερε, σύμφωνα με τον Αρχάγγελο Γαβριήλ, το πνεύμα του Ηλία: εν πνεύματι Ηλιού.
Και αυτό φαίνεται να ήταν το νόημα της δήλωσης του Χριστού ότι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής ήταν ο Ηλίας που περίμεναν οι Ισραηλίτες, αλλά και το νόημα της άρνησης του ίδιου του Ιωάννη ότι ήταν ο Ηλίας. Δηλαδή ο Ιωάννης ήταν μεν ο Ηλίας πνευματικά, δεν ήταν όμως ο μετενσαρκωμένος Ηλίας.
Έτσι, θα ήταν σωστότερο να μιλάμε για τον Ηλία-Ιωάννη, όταν μιλάμε για τον Πρόδρομο του Χριστού. Κι επειδή ο Χριστός δήλωσε ακόμα ότι ο Ηλίας θα έρθει πάλι «πρώτα» και θα αποκαταστήσει τα πάντα, πράγμα που ερμηνεύτηκε από κάποιους Πατέρες ότι ο Ηλίας θα έρθει πριν τη δεύτερη παρουσία του Λόγου, είναι λογικό να αναρωτηθούμε αν θα ερχόταν πάλι ως Ηλίας-Ιωάννης.
Τον Ηλία δεν περίμεναν -βάσει της εξαγγελίας του προφήτη Μαλαχία- πριν την πρώτη παρουσία του Λόγου; Αποδείχθηκε όμως ότι ήταν ο Ηλίας-Ιωάννης. Τον Ηλία δεν περιμένουν και τώρα, πριν τη δεύτερη παρουσία του Λόγου; Ίσως, λοιπόν, αποδειχθεί ότι ήρθε και πάλι ως Ηλίας-Ιωάννης.
Εντούτοις, η πραγματικότητα του Διδασκάλου Ιωάννη είναι και πάλι ευρύτερη απ’ ό,τι μπορεί να αποδώσει η περιγραφή του ως Ηλία-Ιωάννη.