Ο Ένας Εαυτός και οι δύο ελεύσεις του – Μέρος E’

← Μέρος Δ’

Υπό Σ.Φ.

Από την πρώτη έλευση του Ενός Εαυτού στη δεύτερη

Ο ουράνιος, ο μη πτωτικός Άνθρωπος, ο πνευματικός Αδάμ, δεν παρέμενε βέβαια αναλλοίωτος από την αρχή της ύπαρξής του. Όποια κι αν ήταν τα στάδια της εισόδου του στην πολλαπλότητα –ενδεχομένως να είχε π.χ. στην αρχή κατατμηθεί σε επτά τμήματα, όπως υπαινίσσεται ο μύθος του τεμαχισμού του Διόνυσου από τους Τιτάνες, και να συνέχισε με τη μέθοδο “η εκπόρευση της εκπόρευσης”–, γεγονός ήταν πως βρέθηκε μες στη Δημιουργία με αναρίθμητα τμήματά του, που αποτελούσαν και την κατοικία του Λόγου μέσα στον άνθρωπο.

Αυτά τα θεανθρώπινα τμήματα, που αποκαλούνται “μονάδες”, έχοντας ανάγκη την εμπειρία, πρόβαλαν από το υψηλό τους πεδίο μια πνευματική ακτίνα τους, η οποία ενδύθηκε ένα ακέραιο μέρος της πανανθρώπινης Ψυχής. Οι πνευματοψυχές που διαμορφώθηκαν έτσι, και οι οποίες κατοικούσαν στα ανώτερα πεδία, αναζητώντας την εμπειρία στους κόσμους, έκαναν τελικά επαφή και με το υλικό πεδίο. Χρησιμοποιούμε αυτό τον όρο για τα τρισεκατομμύρια των πλανητών, των οποίων η ύλη περνάει τη φάση της στερεοποίησης, παρουσιάζοντας διαφόρων βαθμών πύκνωση.

Σε ό,τι αφορά τη Γη, όταν οι ζωάνθρωποι ανέπτυξαν το ένστικτο σε στοιχειώδη νοημοσύνη, οι πνευματοψυχές μπόρεσαν να ενωθούν με τη σπερματική αυτή γήινη ανθρωπότητα και να αρχίσει έτσι η μακρά ανθρώπινη Ιστορία.

Έτσι, ο Άνθρωπος βρισκόταν παντού. Διέθετε ένα θεϊκό μέρος που ήταν καθαρό πνεύμα: ο ουράνιος ενιαίος Αδάμ, η εικόνα δηλαδή του Θεού, ο οποίος κατοικούσε στα θεία πεδία. Διέθετε μια συλλογική Πνευματοψυχή, που πληρούσε τα ανώτερα πεδία και, τέλος, ένα συλλογικό υλικό μέρος, που εξελισσόταν στα κατώτερα πεδία. Αυτό αποτελείτο από το άθροισμα των υλικών υπάρξεων των μυριάδων ανθρωποτήτων του συμπαντικού υλικού πεδίου. Ήταν, λοιπόν, Θεός σε εκπαίδευση, Ένα με τον Θεό σε τελειότητα.

Φυσικά, ο καθένας το καταλαβαίνει, σ’ αυτές τις παρουσιάσεις ένα λέγεται και εκατό παραλείπονται. Γίνονται διότι υπάρχει η ανάγκη μιας στοιχειώδους εικόνας, η ανάγκη μιας σχηματικής αναπαράστασης της περιπέτειας του Αδάμ από την αρχή της Δημιουργίας έως σήμερα. Είναι, εντούτοις, απαραίτητο να έχουμε συνείδηση ότι σχηματοποιούμε από δική μας ανάγκη μια πραγματικότητα τεράστιας πολυπλοκότητας και ανεξάντλητου πλούτου.

Όπως και να το δούμε, σε ένα τέτοιο εγχείρημα είναι  ανάγκη να βασίζεται κανείς στις διδασκαλίες του Λόγου και να προσέχει πολύ να μην τις αντικαθιστά με δικές του εικασίες και επινοήσεις. Βαδίζουμε σε αμμώδες έδαφος όταν επιχειρούμε να μιλήσουμε για τέτοια θέματα, και κάθε μορφή δοκησισοφίας ή στυλ βεβαιότητας είναι για κλάματα. Για χιλιάδες χρόνια όλα αυτά παρουσιάζονταν καλυμμένα με μύθους ή μέσα από αναπαραστάσεις στα αρχαία Μυστήρια, αλλά, ακόμα και σήμερα που τα μυστικά εκφωνούνται από τις στέγες, πρέπει κανείς να έχει πλήρη επίγνωση ότι μπορεί να προσθέτει τις δικές του ευφάνταστες ερμηνείες σε κάθε απόπειρα θεολογίας, κοσμολογίας και ανθρωπολογίας – αμάρτημα στο οποίο ο γράφων δεν μπορεί να βεβαιώσει ότι δεν υπέπεσε, και μάλιστα επανειλημμένα.

Εν πάση περιπτώσει, ο Άνθρωπος έγινε ένας ολοκληρωμένος οργανισμός, μια λειτουργική Ολότητα,  αυτό που αποκαλούμε “Ολότητα Άνθρωπος”. Η εμπειρία που συνέλεγε ανέβαινε από το συλλογικό του Σώμα –το σύνολο των μυριάδων ανθρωποτήτων της Δημιουργίας– στη συλλογική του Ψυχή, και από εκεί στο συλλογικό του Πνεύμα, και έφθανε μετουσιωμένη στη θεϊκή του ύπαρξη. Η οποία, ας αναφέρουμε πάλι εδώ, δεν ήταν αυθυπόστατη, δεν είχε δική της υπόσταση διαφορετική από την υπόσταση του Λόγου. Διότι, αν υπήρχαν δύο ξεχωριστές υποστάσεις, θα υπήρχαν δύο διαφορετικοί εαυτοί. Όμως ο Λόγος και ο Άνθρωπος ήταν και είναι Ένας Εαυτός.

Προφανώς, ο ουράνιος Άνθρωπος, ταυτενεργώντας με τον Λόγο ως Ένας Εαυτός επί της Γης κατά την πρώτη του έλευση, βίωσε την εμπειρία της ενεργητικής του θέωσης, ήτοι, της ομοίωσής του με τον Λόγο. Ο σκοπός και η αναγκαιότητα, όμως, ήταν η ομοίωση να φθάσει να αφορά τον Όλο Άνθρωπο και όχι μόνον τον ουράνιο, αφού ο Λόγος ενανθρωπίστηκε για να θεωθούμε εμείς, όπως ομόφωνα δέχτηκαν οι χριστιανοί πατέρες.

Ο Όλος Άνθρωπος, λοιπόν και όχι μόνον ο ουράνιος, έπρεπε να γίνει στη Γη το όχημα του Λόγου, τη δεύτερη φορά που ο Λόγος θα επέστρεφε. Κι αυτό θα μπορούσε να γίνει μόνον αν, καταρχάς, ο Όλος Άνθρωπος συμπύκνωνε τον Εαυτό του σε έναν άνθρωπο της Γης, που θα είχε τις προϋποθέσεις γι’ αυτό. Δι’ αυτού, όταν αυτός ο προορισμένος θα άφηνε τη γήινη μορφή του και θα διαχεόταν στο εσωτερικό κάθε ανθρώπινης ύπαρξης, θα δωρίζονταν οι προϋποθέσεις της θέωσης σε όλους μας. Διότι η ανθρωπότητα, πράγματι, προοριζόταν μακροπρόθεσμα να αποβεί η ενσάρκωση του Λόγου και το όχημά του στη Δημιουργία.

Έτσι, αν κατά την πρώτη έλευση του Λόγου ο ουράνιος Άνθρωπος –το ουράνιο μέρος του Όλου Ανθρώπου– κατήλθε εκ των άνω ως Ένας Εαυτός με τον Λόγο, κατά τη δεύτερη έλευση, τη δευτέρα παρουσία του Λόγου, ο Όλος Άνθρωπος θα ανερχόταν διά του φορέα και εκπροσώπου του εκ των κάτω, διευρύνοντας την αυτοσυνείδησή του σε θεανθρώπινη, σε συνείδηση και δράση του Ενός Εαυτού σε όλα τα πεδία.

Η συνείδηση αυτή θα ανέτελλε μέσα από τον φορέα του και, επομένως, κατά τρόπο φυσιολογικό, μέσα απ’ αυτόν θα ενσαρκωνόταν και θα εκδηλωνόταν ο Λόγος στη δεύτερη έλευσή του. Διότι, πώς θα ήταν δυνατόν ο ενσαρκωμένος Λόγος να μην εκδηλώνεται;

Εν κατακλείδι, όπως ο Λόγος εκδηλώθηκε την πρώτη φορά ως Ένας Εαυτός με τον κατελθόντα ουράνιο Άνθρωπο, με τον ίδιο τρόπο θα εκδηλωνόταν τη δεύτερη φορά ως Ένας Εαυτός με τον ανερχόμενο Όλο Άνθρωπο.

Ως λογικό επόμενο, προκύπτει ότι αυτή τη δεύτερη φορά θα είχαμε την ολοκληρωμένη εμφάνιση του Ενός Εαυτού. Δηλαδή, τότε θα τον βλέπαμε όπως πραγματικά είναι: ο Λόγος, ως ένα με τον Όλο Άνθρωπο. Και τότε θα γινόταν κατανοητή η ρήση του ευαγγελιστή Ιωάννη: “Ξέρουμε όμως πως όταν ο Χριστός φανερωθεί στη δεύτερη παρουσία του θα γίνουμε όμοιοι με αυτόν, γιατί θα τον δούμε όπως πραγματικά είναι (Επιστολή Α΄, 3:1-2).

Θα τον βλέπαμε όπως πραγματικά είναι: ενσαρκωμένο στον Όλο Άνθρωπο, που θα διέθετε ως φορέα (με τον οποίο θα είχε ταυτιστεί) έναν άνθρωπο της Γης, ο οποίος θα είχε με πολύχρονο θυσιαστικό αγώνα δομήσει για τον Λόγο ένα ένδυμα υφασμένο από τη μετουσιωμένη κατάσταση της συλλογικής εμπειρίας και πτώσης του ανθρώπου. Έχοντας ενδυθεί τον χιτώνα της πτώσης, θα τον είχε μετουσιώσει σ’ αυτό το μετουσιωμένο ένδυμα.

Θα βλέπαμε τον Λόγο αγωνιζόμενο ως Έναν Εαυτό με τον Όλο Άνθρωπο για την αλλαγή του κόσμου, για την αποκατάσταση των πάντων, για τη λύτρωση της ανθρωπότητας και του πλανήτη με όλα τα βασίλειά του. Και, έτσι, θα ξέραμε ακριβώς το πώς θα γινόμασταν όμοιοι μαζί του:

Με το να παλεύουμε καθημερινά για την ταύτισή μας με την ανθρωπότητα, ώστε να μπορούσε κάποτε ο Λόγος όχι απλώς να εκδηλώνεται από μας, αλλά να ενσαρκωθεί σ’ εμάς. Με το να παλεύουμε καθημερινά για την μετουσίωση των πτωτικών ποιοτήτων της ανθρωπότητας, ώστε να μετέχουμε στον αγώνα του Λόγου για την ανάσταση των πάντων.

Και είναι ανάγκη να τονίσουμε εδώ, πως όταν λέμε “Λόγος” εννοούμε πάντα τον Λόγο Υιό Μητέρα. Διότι η Μητέρα έχει άμεση σχέση με την ανάσταση, για την οποία εργάζεται μέσω εκπροσώπου της στη Γη που φέρει το όνομα Αναστασία, η οποία βρίσκεται σε ολοκληρωμένη ενότητα δράσης με τον φορέα του Ενός Εαυτού.

***

Ο Ένας Εαυτός ερχόταν λοιπόν προς ενσάρκωση –μέσω ενός προορισμένου φορέα του–, η οποία θα ήταν ταυτόχρονα η Δευτέρα Παρουσία του Λόγου. Ας εξετάσουμε τώρα τι προϋποθέσεις ήταν ανάγκη να διαθέτει αυτός ο προορισμένος, που θα έκανε δυνατό να φανερωθεί δι’ αυτού, για πρώτη φορά, ο Ένας Άνθρωπος ο κρυμμένος στους αιώνες, που ζει και υπάρχει ως Ένας Εαυτός με τον Λόγο.

Καταρχάς, είναι προφανές ότι ήταν ανάγκη να ταυτιστεί με όλες τις ανθρώπινες υπάρξεις, ώστε να μπορούσε να γίνει ο φορέας του Ενός Ανθρώπου. Ο καθένας ωστόσο έχει χιλιάδες ζωές-ελεύσεις, καθένας είναι μια διαχρονική ύπαρξη, συνεπώς, αυτός ο φορέας έπρεπε να απορροφήσει όλες τις ελεύσεις όλων, για να μπορούσε να ταυτιστεί με όλους.

Θα ήταν, άραγε, δυνατό να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, αν ο άνθρωπος αυτός δεν ενσαρκωνόταν συνεχώς στην Ιστορία από την αρχή της –ως πρωταρχική οντότητα–, συλλέγοντας στοιχεία και παλμούς από τον καθέναν και συλλέγοντας την ανθρώπινη εμπειρία, ώστε η ταύτισή του με τους ανθρώπους να είναι βιωματική;

Έπειτα, όπως αναφέραμε, θα πάλευε για λογαριασμό όλης της ανθρωπότητας σε κάθε του βήμα για τη μετουσίωση των πτωτικών της ποιοτήτων, με σκοπό την επίτευξη της μετά την υπέρβαση της πτώσης ανθρώπινης κατάστασης, στην οποία θα μπορούσε ο Λόγος να κατοικήσει μονίμως. Αυτό σήμαινε, απλά, ότι αυτός ο φορέας ήταν ανάγκη να ενδυθεί την ανθρώπινη πτώση.

Περαιτέρω μπορούμε να παρατηρήσουμε πως, αν όλο αυτό διεξαγόταν στην αφάνεια, τότε ο άνθρωπος δεν θα είχε το ενσαρκωμένο υπόδειγμα στο οποίο θα προσπαθούσε να μοιάσει. Εκείνον δηλαδή που θα καταδείκνυε ότι είναι ένα με την ανθρωπότητα (Άνθρωπος/ανθρωπότητα), διαχέοντας καθημερινά τις πύρινες ευλογίες του σ’ αυτήν, ενδυόμενος και μετουσιώνοντας θυσιαστικά τις αρνητικές της ποιότητες.

Είναι ανάγκη ακόμα να τονίσουμε πως, αν ο εκπρόσωπος αυτός που ανέβαινε από την Ιστορία ερχόταν έτοιμος χωρίς την ανάγκη να αγωνιστεί, δεν θα είχαμε πρότυπο για τον δικό μας αγώνα – διότι κανείς δεν θεώνεται χωρίς τον δικό του συνειδητό αγώνα.

Συνεπώς, ήταν ανάγκη ο προορισμένος να διαδράμει την πορεία του ως ένας φυσιολογικός άνθρωπος της Γης. Αυτό σήμαινε πως τα στάδιά του θα είχαν τον πόνο που έχουν για κάθε άνθρωπο, και πολύ περισσότερο, βέβαια, διότι έπρεπε επιπλέον να σηκώσει την πτώση της ανθρωπότητας, ήτοι, τον Σταυρό της, και να ανεβεί τον συλλογικό της Γολγοθά, όπως ανεβαίνει κάθε άνθρωπος τον δικό του.

Ωστόσο, ας σημειώσουμε σ’ αυτό το σημείο πως, το να ενδυθείς την όλη πτώση, προϋποθέτει ότι δεν υπάρχει εντός σου δική σου πτώση. Διότι, αν υπάρχει, θα συνεργαστεί με τη συλλογική πτώση και το αποτέλεσμα θα είναι η καθήλωση…

Όμως, και πάλι, τι πιθανότητες θα είχε η ανθρωπότητα να προχωρήσει στη θέωσή της, αν τα μόνα που θα της άφηνε παρακαταθήκη αυτός ο εκπρόσωπός της θα ήταν η διδασκαλία και το παράδειγμά του;

Κατά πάσα πιθανότητα, ελάχιστες. Αν δεν γινόταν δυνατό οι μετουσιωμένες πτωτικές ποιότητες να είναι προσιτές σε κάθε άνθρωπο υποστηρίζοντας τον αγώνα του, κάνοντάς τον ρεαλιστικό και με δυνατότητες επιτυχίας, τότε πώς θα άνοιγε ο δρόμος για τη θέωση της ανθρωπότητας; Θα ‘πρεπε να περιμένουμε κάθε ξεχωριστό άνθρωπο να αγιάσει μόνος του…

Έτσι, ο φορέας του Όλου Ανθρώπου, που θα είχε ταυτιστεί με κάθε άνθρωπο και τη διαχρονικότητά του, θα έπρεπε να ρεύσει μέσα σε όλους μας. Αυτή του η διάχυση και η παρουσία του εντός μας, θα τον καθιστούσε μια διαρκή αγωνιστική δύναμη μέσα σε κάθε ανθρώπινη ψυχή, όσο και μια δύναμη στήριξης και καθοδήγησης, στον αγώνα κάθε ανθρώπου να ταυτιστεί με την ανθρωπότητα και με τον Λόγο.

Αυτός, ως ένας διαρκώς Δωρίζων, θα μας δώριζε σταδιακά τη μετά την υπέρβαση της πτώσης ανθρώπινη κατάσταση, στον βαθμό που θα μπορούσαμε κάθε φορά να τη χωρούμε. Κάπως έτσι αντιλαμβανόμαστε το θείο σχέδιο.

***

Ας προχωρήσουμε, ωστόσο, στο ερώτημα: τι θα έκανε ο κρυμμένος Άνθρωπος, όταν θα φανερωνόταν ως Ένας Εαυτός με τον Λόγο;

Είναι λογικό να σκεφτούμε πως, ο Όλος Άνθρωπος (εκφραζόμενος καταρχάς από τον φορέα του στη Γη), θα έπαιρνε πάνω του την όλη ευθύνη για την αποκατάσταση της ανθρωπότητας και των καταστάσεών της, αλλά και της Γης και των όντων της.

Έπειτα, αφού ήταν Ένας Εαυτός με τον Λόγο, δεν θα ήταν αυτός που θα είχε πρόσβαση στην όλη αλήθεια; Και, επομένως, αυτός που θα μπορούσε να μας οδηγήσει εις πάσα την αλήθεια; Και δεν θα ήταν αυτός που θα λάμβανε συνεχώς εκ του Λόγου και θα μας φανέρωνε ό,τι λάμβανε; Δεν θα ήταν αυτός λοιπόν το Πνεύμα της Αληθείας, ο “άλλος” Παράκλητος, που ο Λόγος Χριστός υποσχέθηκε να μας στείλει; Γιατί δεν θα μιλήσει από μόνος του, αλλά θα πει όσα θ’ ακούσει (…). Εκείνος θα φανερώσει τη δική μου δόξα, γιατί θα πάρει απ’ αυτά που εγώ έχω και θα σας τα αναγγείλει (Ιω.16:13-14).

Επιπλέον, ο φορέας του Όλου Ανθρώπου, ταυτισμένος μαζί του και εκπροσωπώντας την ανθρωπότητα, δεν θα είχε την ευθύνη ν’ αποκαταστήσει διαχρονικά όλα όσα η ανθρωπότητα δέσμευσε, τον ίδιο δηλαδή τον εαυτό της, τον πλανήτη και τα όντα του; Όμοια, δεν θα αποκαθιστούσε την αλήθεια για τον Λόγο, για τον Άνθρωπο, και για τη σχέση τους ως σχέση Ενός Εαυτού; Δεν θα γινόταν καταφανής λοιπόν η σχέση του με τον Ηλία, ο οποίος είχε επιφορτισθεί με την αποκατάσταση των πάντων, σύμφωνα με τα λόγια του Χριστού; Ηλίας μεν έρχεται πρώτον και αποκαταστήσει πάντα (Μτθ.17:11).

Κι ακόμα, δεν θα βρισκόταν ο φορέας αυτός στην κορυφή της ανθρώπινης πυραμίδας, αφού θα ενσάρκωνε τον Όλο Άνθρωπο; Συνεπώς, δεν θα σχετιζόταν άμεσα μ’ εκείνον που, φέροντας το πνεύμα του Ηλία, βρισκόταν στην κορυφή της ανθρώπινης πυραμίδας τον καιρό του Χριστού, δηλαδή τον Ιωάννη τον Βαπτιστή;

Τέλος, πώς εκείνος που θα έπαιρνε στην πλάτη του τον Σταυρό της ανθρωπότητας, έχοντας δεχθεί να μετουσιώσει την πτώση της και ν’ ανεβεί τον Γολγοθά της, θα μπορούσε να μην έχει σχέση με τον Σίμωνα τον Κυρηναίο, που έκανε ακριβώς το ίδιο;

Βρισκόμαστε, λοιπόν, μπροστά στο ερώτημα ποια θα ήταν η εσωτερική συγκρότηση αυτού του φορέα, ο οποίος θα μας οδηγούσε εις πάσα την αλήθεια (Άνθρωπος Παράκλητος) ώστε να γινόταν η αποκατάσταση των πάντων (Ηλίας), και ο οποίος, έχοντας συνθέσει την ανθρωπότητα εντός του, θα στεκόταν στην κορυφή της ανθρώπινης πυραμίδας (Ηλίας-Ιωάννης), κουβαλώντας επιπλέον τον Σταυρό μας στην πλάτη του (Σίμων Κυρηναίος).

Παράκλητος Ηλίας-Ιωάννης-Κυρηναίος! Ή, αλλιώς, ο οργανισμός του Ενός Ανθρώπου συμπυκνωμένος σε έναν άνθρωπο της Γης, διά του οποίου ο Ένας Άνθρωπος θα εκδηλωνόταν ως όχημα του Λόγου.

Ο καθένας μας έχει τον οργανισμό του, θείο μέρος, ψυχοπνευματική υπόσταση και προσωπικότητα. Γιατί να μην έχει και ο Ένας Άνθρωπος, τον δικό του; Ακόμα και ο Θεός ίσως έχει τον οργανισμό του μέσα στη Δημιουργία, που δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από τον Άνθρωπο, ο οποίος είναι και συνυφασμένος με τη Δημιουργία, αφού οι φορείς του φτιάχνονται από τα πεδία της.1

***

Στο σημείο αυτό θα κάνουμε την υπόθεση ότι στη δομή αυτού που θα ήταν ο φορέας του Όλου Ανθρώπου, και τελικά του Ενός Εαυτού, ο Ηλίας θα μπορούσε να είναι το πνεύμα του και ο Ιωάννης η ψυχοπνευματική του υπόσταση. Έτσι, ουσιαστικά, θα είχαμε μπροστά μας πάλι τον Ηλία-Ιωάννη, όπως και κατά την πρώτη έλευση του Λόγου. Όσο για τον Κυρηναίο, θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει την προσωπικότητα αυτού του φορέα.

Όμως απ’ το γεγονός ότι αυτός ο φορέας θα ήταν η σύνθεση της ανθρωπότητας, λογικά θα περιμέναμε να υπάρχει σ’ αυτόν κι η σύνθεση όλων των ανθρώπινων προσωπικοτήτων, όλων των ψυχών και όλων των ανθρώπινων πνευμάτων. Αυτό θα μας οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι ο Κυρηναίος θα ήταν η διαχρονική σύνθεση όλων των ανθρώπινων προσωπικοτήτων, ενώ ο Βαπτιστής θα ήταν ενωμένος με κάθε ψυχή και ο Ηλίας με κάθε πνεύμα. Έτσι, πράγματι θα είχαμε την επιτομή της ανθρωπότητας σε αυτόν τον φορέα, η οποία θα μπορούσε να αντέξει και να εκφράσει τον Όλο Άνθρωπο, το Πανσυμπαντικό αυτό Ον, που αποτελεί με τον Λόγο Έναν Εαυτό.

Τρεις λοιπόν, αλλά ουσιαστικά ένας. Και ο καθένας απ’ τους τρεις, σε ένωση με μια όψη του τριαδικού Όλου Ανθρώπου: συλλογικό Πνεύμα, συλλογική Ψυχή, συλλογική Προσωπικότητα. Μια πολύ ιδιόμορφη και μοναδική σύσταση, απολύτως αναγκαία για την εγκατοίκηση του Όλου Ανθρώπου σ’ έναν άνθρωπο της Γης.

Μια ιδιοσυστασία που, μαζί με τη διάχυσή του μέσα σε κάθε άνθρωπο, έκανε την περίπτωση του φορέα του Ενός Ανθρώπου τελείως διαφορετική από την περίπτωση εκείνων των μυστών ή αγίων που, σε οποιαδήποτε εποχή σε Ανατολή και Δύση, μετουσιώνοντας την πτώση τους και χάνοντας το εγώ τους, κατάφερναν να ταυτισθούν με την ανθρωπότητα.

~*~

Τραβήξαμε ως εδώ κάποια νήματα από την 1η έλευση του Ενός Εαυτού προς τη 2η έλευσή του, με βάση την άποψη ότι την πρώτη φορά ήταν ανάγκη να φανερωθεί στην τελειότητά του, τέλειος Θεός και τέλειος Άνθρωπος, δίνοντας το πρότυπο της θέωσης, ενώ τη δεύτερη φορά έπρεπε να φανερωθεί από τον Όλο Άνθρωπο, ο οποίος, μέσα από τον φορέα του, θα μετουσίωνε τη συλλογική πτώση και θα ξεκινούσε το Έργο της θέωσης της ανθρωπότητας με πρότυπο τον ενσαρκωθέντα Λόγο.

Ποιος ήταν λοιπόν αυτός ο φορέας, διά του οποίου ο Ένας Άνθρωπος θα φανερωνόταν στην αρχή αυτής της εποχής, που είναι η εποχή της ωρίμανσης της συνείδησης, κατά την οποία η ανθρωπότητα έπρεπε να μάθει για την αληθινή της ύπαρξη, και, ως εκ τούτου, είχε ανάγκη να τη δει ενσαρκωμένη;

Η απάντηση, βέβαια, είναι ότι αυτός ο προορισμένος φορέας ήταν ο Διδάσκαλος Ιωάννης, κατά κόσμον Διονύσιος Δώριζας.

Μέρος ΣΤ’ →

  1. «Να θυμάστε πως είμαστε ο κρυφός οργανισμός του Θεού» (Πολυγραφημένα, Α΄, σ. 400).

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *