Υπό Σ.Φ.
Ο κρυμμένος Άνθρωπος
Μπορούμε εδώ να παρατηρήσουμε ότι, τόσο οι θρησκευτικές όσο και οι μυθολογικές ανθρωπογονίες, αντιλαμβάνονται τον πρώτο άνθρωπο επίγειο, με σάρκα και οστά. Η αρχαία ελληνική ανθρωπογονία, π.χ., δεν περιοριζόταν καν σε έναν μοναδικό πρόγονο, όπως οι τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες περιορίζονται στον Αδάμ, αλλά αναφερόταν σε διάφορους κατά τόπους πρωτανθρώπους.
“Ξέρουμε ότι η ιστορία του ανθρωπίνου γένους δεν άρχιζε παντού στην Ελλάδα με τον Προμηθέα, τον Επιμηθέα και την Πανδώρα. Από τη λίμνη της Κωπαΐδας βγήκε ο πρώτος άνθρωπος Αλαλκομενεύς και μαζί με την Αθηναΐδα, με τη θεά Αθηνά που βγήκε επίσης από το νερό της λίμνης αυτής, σχημάτισε την οικογένειά του. (…) Στο Άργος μιλούσαν για τον Φορωνέα, τον γιο μιας Μελίας. Ο Φορωνεύς υπήρξε ο πρώτος άνθρωπος που έφτιαξε την πρώτη ανθρώπινη κοινωνία και έφερε φωτιά από τον ουρανό”.1
Ο ουράνιος Άνθρωπος παρέμενε κρυμμένος και χρειαζόταν πάντοτε, είτε στην αρχαία ανατολική σοφία είτε στα μυστικιστικά ρεύματα, να τον αποκαλύψει η ενόραση. Η εποχή που η μέση συνείδηση θα χωρούσε τη διαυγή στο φως της ημέρας αποκάλυψη του Ενός Ανθρώπου (του οποίου κάθε άνθρωπος είναι κύτταρο και τμήμα του), και μάλιστα τη φανέρωσή του από έναν άνθρωπο της Γης, δεν είχε έλθει ακόμα…
Έως ότου μιλήσουμε γι’ αυτή την εποχή, ας θυμόμαστε ότι ποτέ δεν βρήκαμε τον Έναν Άνθρωπο μόνο του, αλλά πάντα ως Έναν Εαυτό με τον Θεό. Στην πραγματικότητα, βρήκαμε ότι ο Άνθρωπος είναι ένα μέρος του Θεού το οποίο βρίσκεται σε εκπαίδευση, και το οποίο βρίσκεται σε απόλυτη ένωση με τον τέλειο Θεό.
Όσο για τη διαφορά της ανθρώπινης φύσης από τη θεία, δεν μπορούμε να την εντοπίσουμε παρά μόνο στην απουσία συνείδησης και αυτοσυνείδησης στον Έναν, τον Ενιαίο Άνθρωπο. Αιτία ήταν η απουσία της εμπειρίας, η οποία θα του έδινε την ευκαιρία να σχετισθεί και να αλληλεπιδράσει, ώστε να μπορούσε κάποτε να πει για τον εαυτό του «εγώ», όσο και να βιώσει τον άλλον ως «εσύ» και ως «αυτός».
Για να συλλέξει αυτή την εμπειρία πέρασε στην πολλαπλότητα, με μια φαινομενική κατάτμηση: όπως συμβαίνει π.χ. μ’ ένα μπαλόνι, που η επιφάνειά του μπορεί να είναι γεμάτη διαχωρισμένες κουκκίδες, αυτό όμως αποτελεί ένα ενιαίο όλο. Μόνον έτσι, μέσα από τις σχέσεις του κάθε εγώ με τα άλλα εγώ, θα μπορούσε να συλλέξει την εμπειρία που του χρειαζόταν, η οποία θα του επέτρεπε κάποτε να συλλάβει τον εαυτό του ως την Ολότητα του Ανθρώπου, όμοιο με τον Λόγο και Έναν Εαυτό μαζί του, και να εκδηλωθεί μέσα από αυτή την αυτοσυνείδηση.
***
Οπωσδήποτε, η ιδέα ότι ο άνθρωπος έφερε εντός του ένα μέρος του Θεού είχε συλληφθεί ποικιλότροπα σε Ανατολή και Δύση. Στην Ανατολή, π.χ., η αρχαία ινδική σοφία βεβαίωνε ότι το άτμαν, ο αληθινός δηλαδή εαυτός του ανθρώπου, είναι όμοιο με το θείο (το Μπράχμαν).
Παρόμοια, στην Κίνα, όπως διαβάζουμε στο λήμμα του wikipedia για την κινεζική θεολογία, «ο Θεός του Κομφουκιανισμού δεν βρίσκεται εκτός του κόσμου, αλλά βρίσκεται εντός των ανθρώπων –με τους οποίους κυρίως ασχολείται ο Κομφουκιανισμός– και μέσα σ’ άλλα όντα του κόσμου».
Στη Δύση οι ορφικοί είδαν κι αυτοί την ψυχή ως μέρος του Θεού. Επίσης, ο πατέρας του νεοπλατωνισμού, ο Πλωτίνος, μίλησε για την ατομική ψυχή ως μέρος της Μίας Ψυχής, ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός θεώρησε κάθε άνθρωπο ως τμήμα του Λόγου, ενώ οι στωικοί βεβαίωναν ότι ο άνθρωπος είναι κομμάτι του Θεού, όπως λέει εδώ ο Επίκτητος:
(…) εσύ είσαι κομμάτι του Θεού. (…) Μέσα σου τον φέρνεις τον Θεό, και δεν νιώθεις ότι τον μολύνεις, απ’ τη μια με τις ακάθαρτες σκέψεις σου, κι απ’ την άλλη με τις ρυπαρές σου πράξεις.2
Όσο για τον Χριστιανισμό, έπρεπε να φθάσουμε στα τέλη του 20ού αιώνα για να ακούσουμε απ’ τον Σωφρόνιο ότι «κατά την αρχαία θεολογική παράδοση της ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας το ανθρώπινο γένος είναι ένα ον αλλά σε πολλές υποστάσεις (πολυϋπόστατο)», πράγμα που ουδείς απλός χριστιανός είχε υπόψη του.
Η 1η έλευση του Ενός Εαυτού
Γιατί το θείο σχέδιο επέτασσε την ανάγκη ενσάρκωσης του Λόγου; Ως άνθρωποι, μόνον προσεγγίσεις μπορούμε να κάνουμε σε τέτοια ζητήματα – στην προκειμένη περίπτωση ξεκινάμε λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Αδάμ έπρεπε εξελισσόμενος να φθάσει στην ομοίωσή του με τον Λόγο, η οποία θα ήταν και η ενεργητική του θέωση. Και πού είχε νόημα να συμβεί αυτό; Στα θεία και στα πνευματικά πεδία; Μήπως στα ψυχικά ή τα νοητικά; Αλλά αν συνέβαινε σε αυτά θα επρόκειτο για μια ανολοκλήρωτη ομοίωση, αφού θα άφηνε απ’ έξω εκείνα τα πεδία της Δημιουργίας (το νοητικό, το συναισθηματικό και το υλικό) στα οποία κυρίως ο άνθρωπος συνειδητοποιεί τον εαυτό του ως εξελισσόμενη ύπαρξη, μέσα από πολύ ισχυρές εμπειρίες.
Στα πεδία αυτά ο άνθρωπος δεν αγωνίζεται μόνον ως νοητική, συναισθηματική και υλική οντότητα, το πνεύμα και η ψυχή του είναι επίσης στρατευμένα στην προσπάθεια, ολόκληρος ο άνθρωπος λοιπόν εξελίσσεται. Αν σ’ αυτά σταθεί ως Άνθρωπος Θεός, θα μπορέσει ως τέτοιος να δράσει σε ολόκληρη τη Δημιουργία. Επομένως, επί του υλικού πεδίου έπρεπε ο Ένας Άνθρωπος, ο Αδάμ να συναντήσει και να βιώσει τον Λόγο, και να επιχειρήσει την ομοίωσή του με Αυτόν. Εξ ου, η ανάγκη ενσάρκωσης του Λόγου.
Όμως τι απόδειξη υπάρχει ότι ο Λόγος κατέβηκε ως Ένας Εαυτός με τον Άνθρωπο και όχι ως Θεός που πήρε την ανθρώπινη φύση από τη γήινη μητέρα του, όπως υποστηρίζει η θεολογία; Καταρχάς ας δούμε αν, σύμφωνα με τον Χριστό, υπήρχε ουράνιος Άνθρωπος. Να τι λέει ο ίδιος, συζητώντας με τον Νικόδημο:
Ουδείς αναβέβηκεν εις τον ουρανόν ειμή ο εκ του ουρανού καταβάς, ο υιός του ανθρώπου ο ων εν τω ουρανώ (Ιω.3:13) – [απόδοση δική μας]: Κανείς δεν ανέβηκε στον ουρανό παρά μόνον εκείνος που κατέβηκε από τον ουρανό, ο Υιός του Ανθρώπου, ο οποίος είναι στον ουρανό.
Υπήρχε, λοιπόν, στον ουρανό ο Υιός του Ανθρώπου. Και ξέρουμε ότι ο Χριστός αυτοαποκαλείτο «ο υιός του ανθρώπου», αν και σε κάποιες περιπτώσεις απεκάλυπτε τον εαυτό του ως τον Υιό του Θεού, όπως π.χ. στη συνομιλία του με τον εκ γενετής τυφλό:
Ήκουσεν ο Ιησούς ότι εξέβαλον αυτόν έξω, και ευρών αυτόν είπεν αυτώ· συ πιστεύεις εις τον Υιόν τού Θεού; Απεκρίθη εκείνος και είπε· και τις εστί, κύριε, ίνα πιστεύσω εις αυτόν; Είπε δε αυτώ ο Ιησούς· και εώρακας αυτόν και ο λαλών μετά σού εκείνος εστίν. Ο δε έφη· πιστεύω, Κύριε· και προσεκύνησεν αυτώ (Ιω.9:35-38).
Έτσι, αυτή ήταν η πρώτη έλευση του Ενός Εαυτού, ο οποίος κατήλθε εξ ουρανών ως τέλειος Θεός και τέλειος Άνθρωπος. Μια φράση από μάθημα του επίκουρου καθηγητή θεολογίας στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, Σταύρου Γιαγκάζογλου ταιριάζει εδώ, παρ’ ότι σε καμιά περίπτωση ο καθηγητής δεν εννοεί ότι ο Λόγος ήταν Θεάνθρωπος πριν την ενσάρκωσή του: Ο Χριστός ως άνθρωπος είναι ο «Πνευματικός Αδάμ» (…) (σ. 13).