Υπό Σ.Φ.
Κάτω απ’ τον υποφερτό ακόμα ήλιο του καλοκαιριάτικου εκείνου πρωινού, ένας νεαρός άνδρας φάνηκε στο μονοπάτι που ανέβαινε στο χαμηλό γκρίζο βουνό, το οποίο κυριαρχούσε στο τοπίο. Η κορυφή ήταν ευδιάκριτη, κι αυτό φαίνεται ότι έδινε ορμή στον άνδρα, που είχε τώρα ανοίξει το βήμα του.
Τι ακριβώς γύρευε σ’ αυτά τα μέρη; Είναι αλήθεια, πως παλιά υπήρχαν θρύλοι γύρω από μια «πύλη» που βρισκόταν σ’ αυτό το βουνό, που οι άνθρωποι την αποκαλούσαν «πύλη της ταπεινότητας», θρύλοι που έλεγαν ότι κανείς δεν μπορούσε να περάσει από αυτήν και ότι όποιος το προσπαθούσε αντιμετώπιζε παράδοξες καταστάσεις. Όμως όλα αυτά είχαν σχεδόν πλήρως ξεχαστεί μετά τον Πόλεμο και, πραγματικά, ο Θεός μόνον ξέρει πώς έφτασαν στα αυτιά του ήρωά μας. Δεν ξέρουμε τι ακριβώς έκανε στο μυαλό του η παράξενη ιστορία, με ποιο τρόπο την είχε ίσως συνδέσει με την παλιά ρήση «ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται» ή πώς αντιλαμβανόταν αυτή την ανύψωση, ήταν όμως γεγονός ότι βρισκόταν σε μεγάλη έξαψη και ανυπομονησία να βρει και να περάσει την πύλη…
Τον είχαμε ωστόσο αφήσει στην αρχή της οδοιπορίας του, και πρέπει τώρα να ξαναγυρίσουμε εκεί.
Το μονοπάτι φαινόταν εύκολο· δεν περνούσε σύριζα από γκρεμούς, δεν στένευε ανάμεσα σε απειλητικούς βράχους έτοιμους να καταπλακώσουν τους τολμηρούς διαβάτες ούτε παραμόνευαν κοφτερές πέτρες στις αθέατες στροφές του. Κόντευε μεσημέρι, όταν έφτασε σε ένα ξέφωτο περικυκλωμένο από συστάδες δένδρων. Ρυάκια κατέβαιναν από τους γύρω λόφους κελαρύζοντας και νεροσυρμές με δροσερό νερό σχηματίζονταν εδώ κι εκεί. Ο κάθιδρος ορειβάτης μπόρεσε να ξεδιψάσει, να φάει κάτι απ’ τον μικρό σάκο που κουβαλούσε και να ξεκουραστεί λίγο, εντούτοις φαινόταν καθαρά πως δεν ήθελε καθόλου να καθυστερήσει στον μικρό αυτό παράδεισο που βρέθηκε αναπάντεχα μπροστά του.
Ήταν λοιπόν έτοιμος να ξεκινήσει, όταν ξαφνικά, από ένα δέντρο σε κάποια απόσταση, ξεκόλλησε μια διάφανη μορφή που κινήθηκε προς αυτόν. Την επόμενη στιγμή ο άγνωστος είχε πλησιάσει αρκετά, για ν’ αποδειχθεί ότι δεν ήταν παρά ένας ηλικιωμένος ρασοφόρος με λευκή γενειάδα, αν και χωρίς τον σκούφο που φορούν οι μοναχοί.
Για μια απειροελάχιστη στιγμή, ο άνδρας είχε την αίσθηση ότι αυτό το απροσδιόριστο κάτι γύρω απ’ τα μάτια τού μοναχού, που τον φώτιζε ολόκληρο, είχε σχέση με μια αβυθομέτρητη σοφία αιώνων που ερχόταν από τη νύχτα του χρόνου. Για να πούμε όμως την αλήθεια, στις παρούσες συνθήκες ο νεοφερμένος δεν είχε χρόνο για σκέψη. Έτσι, βλέποντας τον απρόσκλητο καλεσμένο να στέκεται ήδη μπροστά του ξέχασε τα πάντα.
– «Για πού το ‘βαλες, παλικάρι μου;», ρώτησε ο γέροντας. «Να σε κεράσω μια ρακή κι ένα λουκουμάκι, να πούμε δυο κουβεντούλες;» Κι έβγαλε από το αριστερό του μανίκι ένα μικρό σακούλι.
Ο άνδρας κοντοστάθηκε σαστισμένος. Εμπιστεύθηκε αυθόρμητα και μίλησε, αλλά τα λόγια του ήταν αγχωμένα σαν κι αυτόν. «Παππούλη», είπε, «μου είπαν πως σ’ αυτό το βουνό βρίσκεται η πύλη της ταπεινότητας και τρέχω να τη βρω».
Ήθελε να πει κι άλλα, όμως ντρεπόταν τον άγνωστο. Μα, πάνω απ’ όλα, βιαζόταν. Στο μεταξύ, ο άλλος πλησίασε, άπλωσε στα χόρτα ένα μαντήλι κι απίθωσε πάνω τη ρακή και τα λουκούμια. Μα ο άνδρας δεν έδωσε την παραμικρή σημασία, φαινόταν αγχωμένος και άσθμαινε σαν να τον καθυστερούσαν.
– «Πρέπει να φύγω», είπε, «πρέπει να φτάσω στην κορυφή πριν βραδιάσει, συγγνώμη βιάζομαι».
– «Στην κορυφή;» Ο μοναχός είχε σμίξει τα φρύδια του παραξενεμένος.
– «Βέβαια!» φώναξε ανυπόμονα ο ταξιδιώτης, «πού αλλού μπορεί να βρίσκεται η πύλη; Είμαι αποφασισμένος να περάσω κάθε ταλαιπωρία, αλλά θα φτάσω!» δήλωσε με βεβαιότητα. Κι αδιαφορώντας για τα λουκούμια και τη ρακή, κινήθηκε προς το μονοπάτι που είχε από την αρχή πάρει. Πίσω από την πλάτη του, όμως, τον πρόφτασαν τα λόγια του γέροντα.
– «Μα δεν είναι στην κορφή η πύλη, βρε παιδάκι μου… δεν καταλαβαίνεις… τι δουλειά έχει στην κορφή…».
Μες στο κεφάλι του ταξιδιώτη οι λέξεις κουδούνισαν αλλόκοτα. Γύρισε απότομα – «δεν είναι στην κορφή; Και πού είναι λοιπόν, που να πάρει…».
Τα πράγματα είχαν ακαριαία αναποδογυριστεί, όλα έδειχναν να κρέμονται στον αέρα, όταν μες στην απρόσμενη σύγχυση ο γέροντας άδραξε την ευκαιρία:
– «Βρε ευλογημένε», είπε όσο πιο γλυκά μπορούσε, «τι σχέση μπορεί να ‘χει η ταπεινότητα με κορυφές και βεβαιότητες και άμεσα αποτελέσματα;». Ο ηλικιωμένος ίδρωνε και ξεΐδρωνε παραθέτοντας υπομονετικά το ένα επιχείρημα πίσω από το άλλο, «μήπως είναι κανένα μετάλλιο που θα το φοράς περήφανα;» – «μήπως θες να βγάζεις περίτεχνους λόγους για την ταπεινότητα;» Φύσαγε και ξεφύσαγε, τα ‘φερνε από δω, τα ‘φερνε από κει, «η ταπεινότητα είναι εσωτερική υπόθεση, βρε παιδάκι μου», «δεν είναι δύσκολο για κανέναν να φτάσει στην πύλη…». Όμως, αλίμονο, μιλούσε σε κλειστά αυτιά. Ο ταξιδιώτης δεν διέθετε ούτε χώρο ούτε χρόνο, το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν ο δρόμος για την πύλη, και πίεζε επίμονα τον μοναχό να του πει πώς θα πήγαινε εκεί. Πιεσμένος ασφυκτικά, ο γέροντας αναγκάστηκε να υποδείξει το μονοπάτι που οδηγούσε στην πύλη, δυσδιάκριτο μες στις λόχμες που το έκρυβαν.
– «Ορίστε, από δω είναι δέκα λεπτά δρόμος. Οι δυσκολίες δεν βρίσκονται στον δρόμο, αλλά πρέπει να ξέρεις ότι τα εμπόδια…». Βλέποντας κιόλας την πλάτη του άλλου ύψωσε τη φωνή του όσο μπορούσε, σχεδόν φώναζε: «πρέπει να ξέρεις ότι τα εμπόδια είναι… τα εμπόδια είναι εσωτερικά…». Αλλά ο ορειβάτης είχε ήδη εξαφανιστεί πίσω από τις συστάδες των δέντρων.
Σε κατάσταση ταραχής, ο μοναχός πήρε κι αυτός θιρυβημένος το μονοπάτι όσο πιο γρήγορα μπορούσε…
~*~
Όμως και ο ταξιδιώτης δεν βρισκόταν σε καλύτερη κατάσταση. Για την ακρίβεια, εδώ και αρκετά λεπτά βρισκόταν σε μεγάλη αμηχανία προσπαθώντας να πιστέψει αυτό που έβλεπε μπροστά του. Εκεί που τελείωνε το μονοπάτι, κάτι που θύμιζε αψίδα, ή καλύτερα τόξο, φτιαγμένο από δύο κυρτά κουτσουρεμένα κλαριά δέντρων, διαμέτρου όχι περισσότερο των δέκα εκατοστών, πρόχειρα κι αδέξια δεμένα και μπηγμένα στο χώμα απ’ τη μία τους άκρη, με τη ράχη του τόξου να μην απέχει από το έδαφος περισσότερο από πενήντα πόντους, έχασκε στη μέση του πουθενά… Αν και το χώμα από κάτω της φαινόταν καθαρισμένο, η «πύλη» περιβαλλόταν μόνον από πέτρες και ξερόχορτα που σάπιζαν στον ήλιο.
Ατυχώς, όσες προσπάθειες και αν είχε κάνει, είχε σταθεί αδύνατο για το νεαρό άντρα να διακρίνει κάτι που θα μπορούσε να θεωρηθεί το πίσω ή το μπρος αυτής της πύλης, το μέσα ή το έξω της. Ωστόσο καμιά γκρίνια δεν ωφελούσε στη συγκεκριμένη περίπτωση, η πύλη έπλεε στο άπειρο δίχως πυξίδα και συντεταγμένες, και ταυτόχρονα στεκόταν εκεί μπροστά του πεισματική κι αδιάφορη – η πραγματικότητα ήταν αυτή, πάει και τελείωσε.
Κάποτε, και ο μοναχός φάνηκε να έρχεται αγκομαχώντας. Από μακριά ακόμα κατάλαβε ότι οι φόβοι του είχαν βγει αληθινοί. Ο ορειβάτης καθόταν αποκαμωμένος στη βάση ενός δέντρου και έκλαιγε σιωπηλά. Τα χέρια του ήταν γεμάτα βαθιές γρατσουνιές, τα ρούχα του σπαρμένα αγκάθια και σκισμένα μεριές-μεριές.
Ο γέροντας πλησίασε με μοιρολόγια. «Αχ παιδάκι μου, πώς έφυγες έτσι, δεν πρόλαβα να…». Από τα βάθη του ράσου του έβγαλε κάτι βότανα και ξεκίνησε να εργάζεται πάνω στα γδαρσίματα, μονολογώντας ασταμάτητα. «Εγώ, βρε παιδάκι μου, πολλά δεν ξέρω… αλλά να, έχω ακούσει από τους παλιούς πως, όταν στέκεσαι μπρος στην πύλη…». Σταμάτησε για να δει αν ο άλλος τον παρακολουθούσε, όμως, ο άνδρας ήταν βυθισμένος στην κατάστασή του.
– «Παππούλη», κλαψούρισε, «εσύ φαίνεσαι άνθρωπος του Θεού, όταν ήρθα, το ορκίζομαι, δεν υπήρχε τίποτα μπροστά από την πύλη. Παρόλο που δεν καταλάβαινα τι σόι πύλη είναι αυτή, γονάτισα και σύρθηκα να μπω. Τότε, ξαφνικά, τρία φυτά με κορμούς γεμάτους σκληρά αγκάθια ξεφύτρωσαν απ’ το χώμα, υψώθηκαν και κάλυψαν την είσοδο. Τρόμαξα πολύ, όμως είχα επιτέλους βρει αυτό που έψαχνα και ήμουν αποφασισμένος να μην αφήσω τίποτε στον κόσμο να με εμποδίσει να μπω. Βρήκα ένα χοντρό κλαρί και άρχισα να σαρώνω με δύναμη τα αγκάθια, αλλά αυτά φαίνονταν σαν να ήταν από σίδερο. Έτσι όρμησα στο χώμα μια και δυο φορές, αποφασισμένος να περάσω ανάμεσά τους…».
Δάκρυα αυλάκωναν τα μάγουλά του, ο δυστυχής μοναχός τον αγκάλιαζε με όλη του τη δύναμη σαν να αγκάλιαζε τον ίδιο του τον γιο, μα ήταν φανερό πως ο άνθρωπος βρισκόταν σε μεγάλη θλίψη. Κύλησε έτσι ώρα πολλή.
– «Κοίταξε, βρε παιδάκι μου», είπε τέλος δειλά ο γέροντας, «όταν στέκεσαι μπρος στην πύλη, ό,τι μέσα σου εμποδίζει την ταπεινότητα βγαίνει έξω και σου φράζει την είσοδο, για να το δεις, να το γνωρίσεις… όμως… να, οι παλιοί έλεγαν ότι αν προσευχηθείς και πλησιάσεις ταπεινά τα εμπόδια, τότε μόνα τους σού φανερώνουν τα ονόματά τους…».
Ακούγοντας αυτά τα απροσδόκητα, ο απελπισμένος γούρλωσε τα μάτια του.
– «Αλήθεια, παππούλη; Λες αλήθεια;»
– «Αλήθεια, παιδάκι μου», βιάστηκε να βεβαιώσει ο Γέροντας.
Με δυσκολία, ο άνδρας σηκώθηκε υποβασταζόμενος από τον μοναχό, που, άγνωστο γιατί, συμπεριφερόταν σαν να παιζόταν και η δική του μοίρα μπροστά απ’ τα δύο αυτά αλλόκοτα κούτσουρα που παρίσταναν την αψίδα. Έμειναν να κοιτάζουν ακίνητοι την πύλη, σαν να είχαν περάσει όλη τους τη ζωή εκεί, σα να στέκονταν πάντα απ’ την αρχή του χρόνου σ’ αυτό το σημείο χωρίς να περιμένουν τίποτα και περιμένοντας τα πάντα. Ο ίδιος ο χρόνος είχε για τα καλά αλλοιωθεί και κολυμπούσαν μαζί σε μια σχισμή του, όπου το πριν δεν είχε πια καμιά σχέση με το μετά, αλλά το μετά αιωρείτο ακόμα στο κενό σαν απασφαλισμένη χειροβομβίδα ή σαν ένα υπερδιογκωμένο ερωτηματικό, η απάντηση στο οποίο θα χάραζε την πορεία ζωής του ήρωά μας.
Στο μεταξύ, και ενώ κανονικά ο ήλιος θα έπρεπε να είναι ακόμα ανάμεσα σε ουρανό και γη, εντούτοις, βρισκόταν σαφώς στη δύση του. Ήταν φανερό πως ό,τι ήταν να γίνει έπρεπε να γίνει άμεσα.
Τέλος, μέσα σε μια κατανυκτική σιωπή, στην οποία φαίνονταν να συναινούν δέντρα, πέτρες και πουλιά, και παρ’ ότι δεν έδειχνε να το πιστεύει και πολύ, ο αποκαρδιωμένος άνδρας έσκυψε το κεφάλι και είπε μια προσευχή: «Θεέ της αγάπης, βοήθησέ με να καταλάβω».
Το χώμα μπρος από την πύλη ήταν τελείως καθαρό από χόρτα, καθώς όμως ο άνδρας πλησίασε με κάποια αδιόρατη ελπίδα, τα αγκαθωτά φυτά υψώθηκαν και πάλι αμείλικτα και απειλητικά.
Ο μοναχός παρακολουθούσε εξουθενωμένος. Στο σταματημένο χρόνο, ο ματαιωμένος κατακτητής γονάτισε μπρος στα αγκάθια και συγκεντρώθηκε βαθιά. Τότε, φωνή αύρας λεπτής καμπάνισε στην καρδιά του τέσσερις μόνον λέξεις:
Ναρκισσισμός… Αυτολύπηση… Τάσεις υπεροχής
Ο άνδρας σηκώθηκε με κόπο και κοίταξε με ερωτηματικό βλέμμα τον γέροντα.
– «Άκουσα», είπε εκείνος.
Και πήραν μαζί τον δρόμο της επιστροφής, σκυφτοί κι αμίλητοι.
~*~
– νύχτα γεμάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια –
Μά τη νύχτα που υφαίνει τα ξόρκια της, μά τους ίσκιους του δειλινού και τους ανάερους στεναγμούς του λυκόφωτος, μά το λειρί του κορυδαλλού και το πέταγμα του πετροκότσυφα· μά τον πύρινο χορό της σαλαμάνδρας, τον βόμβο της αγριομέλισσας και την άμμο της ερήμου, μά τη γεμάτη προσμονή σιωπή της αυγής, πριν το παράθυρο ανοίξει στον ουρανό και ο Φαέθων αγκαλιάσει τον κόσμο· μά το λαγγεμένο πέρασμα της αύρας πάνω από την αθωότητα της χλόης, μά το μάτι που πίσω από τα σύννεφα μετράει τα πάντα και μά το μάγμα που συστρέφεται βογκώντας στα έγκατα της Γης, κανείς δεν είδε ξανά, τίμιε αναγνώστη, τέτοια νύχτα αλλόκοσμη, τη νύχτα αυτή που ξανάδινε στον κόσμο τελείως πια αλλαγμένους τους δύο ερημίτες, οι οποίοι πορεύονταν τώρα σκυφτοί και αμίλητοι, μετά από μια μέρα που πέρασε από πάνω τους σαν αιωνιότητα, σαν να είχε η ζωή τους ολόκληρη κυλήσει σ’ αυτό το βουνό μπροστά από μια έρημη πύλη – ναι, μά τη φωνή του υιού του Ανθρώπου, που βοά και τραντάζει αυτό τον κόσμο τον βυθισμένο σε νάρκη!
Ποιος αλήθεια δεν θα αισθανόταν συνεπαρμένος με τα μάγια της νύχτας αυτής όταν τα άστρα, που άναψαν μονομιάς ως να αποκάλυπταν αίφνης το σώμα του κρυμμένου Θεού, φάνηκαν να τραγουδούν άσμα θεσπέσιο κι οι κόσμοι να λικνίζονται σε κυκλοτερή χορό, και ο ουρανός να έρχεται κατά πάνω στους δυο οδοιπόρους, καθώς μια στροφή του μονοπατιού ανάμεσα στα έλατα και τις αγριελιές τούς έβγαλε ξαφνικά σε ξάγναντο ακάλυπτο απ’ όλες τις μεριές, και βρέθηκαν αυτοί μόνοι από τη μια και το στερέωμα από την άλλη;
Ήταν η στιγμή που όλα άρχισαν να γίνονται ρευστά και να κολυμπούν στο μεγάλο αχανές μ’ έναν στροβιλισμό που δυνάμωνε, όταν ο νεαρός άνδρας αναστέναξε βαθιά, καθώς υπό την επήρεια μιας μη ελεγχόμενης ζάλης τον κατέλαβε η αίσθηση πως ο κόσμος τελείωνε και ότι ως εδώ ήταν, ό,τι υπήρχε άδειαζε πλέον από την υλική του υπόσταση και επέστρεφε στην Πηγή. Αμέσως μετά αισθάνθηκε τον Μέγα Διάκοσμο να τον αρπάζει στο κέντρο του και ο κόσμος να γίνεται το σώμα του. Μέσα σε μια αστραπή διαύγειας, συνειδητοποίησε πως ο ίλιγγος που τον απειλούσε διηθιζόταν από μια παρουσία που τον κρατούσε αγκαλιά, η οποία έκανε τα πάντα γαλήνια, και στην οποία έκπληκτος αναγνώρισε τον Γέροντα. «Αυτό», πρόλαβε να σκεφτεί σε ένα εκατομμυριοστό του δευτερολέπτου, «αυτό πρέπει να είναι η Ύπαρξη», και ύστερα βρέθηκε ξανά πίσω, φυλακισμένος στο σώμα του, απελπιστικά γήινος και στέρεος. Ο ουρανός είχε ξαναγίνει συνηθισμένος και τα άστρα μακρινά και αδιάφορα.
Του πήρε κάποια δεύτερα, μέχρι να συνειδητοποιήσει ότι ήταν καθισμένος κάτω και ότι ήταν ήρεμος. Παίρνοντας βαθιά αναπνοή σηκώθηκε αναζητώντας τον Γέροντα, όμως εκεί τον περίμενε άλλη έκπληξη, καθώς τα ράσα είχαν εξαφανιστεί και ένας ευθυτενής άνδρας, με αραιά λευκά μαλλιά και γένια, με ρούχα απλά και συνηθισμένα, στεκόταν δίπλα του γαλήνιος και με μια αύρα γύρω απ’ το πρόσωπό του, που έδειχνε να κουβαλάει όλη την ιστορία του κόσμου, τρυφερά αφομοιωμένη και αναστρέφουσα διαρκώς προς τον κόσμο και τον άνθρωπο, με μια ροή κυμάτων που περιδινούνταν σε μια πανδαισία παλμών ζεστασιάς και αγάπης.
«Έτσι πρέπει να είναι η ευλογία!», είπε μες στο μυαλό του. Κι έμεινε έκπληκτος, διότι ποτέ πριν στη ζωή του δεν είχε χρησιμοποιήσει αυτή τη λέξη.
– «Γέροντα», είπε σαστισμένος, «τι συνέβη;» «Πού είναι τα ράσα σου;»
– «Τα ράσα; Ποια ράσα;». Φαινόταν αφηρημένος. «Α ναι, τα κρέμασα σε κάποιο κλαρί, να τα βρει κανένας που τα έχει ανάγκη». Και καθώς ο άλλος τον κοιτούσε με απορία: «Δεν χρειάζεται άλλο να κερδίζω τον σεβασμό και την εμπιστοσύνη σου με τέτοιο τρόπο, γίναμε φίλοι πια, έτσι δεν είναι;» ρώτησε, χτυπώντας τον φιλικά στην πλάτη.
– «Δεν είσαι, λοιπόν, μοναχός!»
– «Μοναχός; Όχι, βρε αδελφέ», είπε χαλαρά ο ηλικιωμένος. «Τα ράσα δεν κάνουν τον παπά, ε;» Μα ο άλλος βρισκόταν σε σύγχυση.
– «Εντάξει, βρίσκεσαι σε μια κρίση στη ζωή σου κι είχες ανάγκη από βοήθεια, κάπως έπρεπε να ‘μαι κοντά σου αυτές τις ώρες, με κάποιο τρόπο που να σ’ ανακουφίζει». Τώρα το ύφος του ήταν πιο σοβαρό.
– «Μα γιατί; Ποιος είσαι, επιτέλους, και γιατί ενδιαφέρεσαι για μένα;» ξέσπασε ο άλλος, που τώρα είχε γίνει νευρικός. Πέρασαν κάποια κρίσιμα δευτερόλεπτα σιωπής.
– «Είμαι απλά ένας φίλος» ακούστηκε τέλος η φωνή του Γέροντα. «Δεν είναι ανάγκη να βιάζεσαι… Θα μάθεις ό,τι χρειάζεσαι, θα ξεδιπλωθούν όλα σιγά-σιγά, έχε εμπιστοσύνη».
Αυτά τα λόγια καθησύχασαν κάπως τον άνδρα, ο οποίος επέτρεψε στον εαυτό του να ξαναπιάσει το νήμα των σκέψεών του από κει που το είχε αφήσει. Όμως επρόκειτο για σκέψεις ανήσυχες, μπερδεμένες και αγχωτικές. Όσο και αν προσπαθούσε να τις βάλει σε τάξη ξέφευγαν, συγκρούονταν μεταξύ τους, υποχωρούσαν στο βάθος του μυαλού του και ξανάρχονταν με δύναμη· μνήμες αναδύονταν και προσπαθούσε να τις συγκολλήσει για ν’ ανοίξει δρόμο προς κάποιο συμπέρασμα, αλλά η προσπάθεια κατέληγε πάντα σε χάος. Καταρχάς, αποφάσισε να αφήσει στην άκρη τα θέματα του ναρκισσισμού και των τάσεων υπεροχής, γιατί του φαινόταν κατά κάποιο τρόπο ευκολότερο να τα επεξεργαστεί.
Αισθανόταν ότι το δύσκολο, αυτό που παρήγαγε τα περισσότερα εμπόδια για την ταπεινότητα, ήταν το θέμα της αυτολύπησης. Σ’ αυτό είχε λοιπόν εμπλακεί ξεχνώντας τόπο και χρόνο, και ακόμα, ως ένα βαθμό, και την παρέα του Γέροντα.
Πλησίαζε επικίνδυνα στο σημείο κόπωσης, όταν αισθάνθηκε ότι θα ήταν καλύτερα να εξετάσει με διαύγεια πώς διάβαζε τη ζωή του, το πώς η ανάγνωση που είχε κυριαρχήσει στη συνείδησή του σχετιζόταν με την αυτολύπηση. Πήρε λοιπόν τα πράγματα από την αρχή, αλλά με το συμπέρασμα δεδομένο δεν ήταν δυνατόν παρά να καταλήξει στο δεδομένο συμπέρασμα… Αράδιαζε ένα-ένα τα γεγονότα της παιδικής του ηλικίας στη νοητική του οθόνη, τα κοίταζε από δω, τα κοίταζε από κει, αλλά το συμπέρασμα ήταν πάντα ότι η οδύνη εκείνων των χρόνων δεν μπορούσε παρά να οδηγεί στην αυτολύπηση… Έτσι κυλούσε η νυχτερινή κατάβαση προς τον κόσμο, όταν ακούστηκε απρόσμενα η φωνή του διπλανού του:
– Ναι, αλλά το καλοκαίρι στη Χαλκιδική;
Γκλουπ! Πώς μπορούσε να έχει ξεχάσει ένα τόσο ευτυχισμένο καλοκαίρι στη θάλασσα στα δώδεκά του; Κοίταξε δεξιά του, αλλά οι εκπλήξεις τον παραμόνευαν η μια μετά την άλλη δίχως το παραμικρό έλεος. Ο Γέροντας φαινόταν τώρα περίπου ένα κεφάλι ψηλότερος απ’ αυτόν, ευθυτενής, εύρωστος και ευδιάθετος. Προφανώς ο φίλος μας, μες στα βάσανά του δεν είχε προσέξει το ύψος του αυτόκλητου οδηγού του στην πύλη…
Όπως και να είχε, το μόνο που συνέδεε πια τον άντρα δίπλα του μ’ εκείνον τον γέρο μοναχό που είχε εμφανιστεί ξαφνικά από το πουθενά ήταν η οικειότητα που είχε εγκατασταθεί μεταξύ τους και η ζεστή ασφάλεια που ο αναζητητής της δύστροπης εκείνης πύλης αισθανόταν στην παρουσία του. Όσο για το πώς ο Γέροντας γνώριζε τη ζωή του, δεν τον απασχολούσε καθόλου. Μετά απ’ την υπερκόσμια εμπειρία που είχε προηγηθεί, όπου η ύπαρξή του είχε εμβαπτισθεί στην Ύπαρξη υποβασταζόμενη απ’ αυτόν τον άγνωστο που ερχόταν από το πουθενά και ήταν παντού, θεωρούσε εντελώς φυσιολογικό ότι αυτός μπορούσε να βλέπει τα πάντα.
– «Και το χαρτζιλίκι που έστελνε η μαμά στην κυρα-Ρήνη;» Ξανακούστηκε η φωνή του Γέροντα.
Πώς; Μα, βέβαια! Αυτό ήταν ό,τι τον έσωζε στην εφηβεία του από τη ντροπή να δανείζεται συνεχώς από τους φίλους του…
– «Εντάξει, ήσουν ένα εγκαταλειμμένο παιδί, αλλά η ελευθερία να κάνεις ό,τι θέλεις επειδή δεν νοιαζόταν κανείς πού είσαι, ενώ οι φίλοι σου γυρνούσαν σπίτι κι έπρεπε να φάνε και να αρχίσουν το διάβασμα; Εσύ ο τυχερός (αταίριαστη λέξη τώρα αυτή, διαμαρτυρήθηκε από μέσα του ο φίλος μας φουρκισμένος) πήγαινες κατευθείαν για μπίλιες, ε;».
Ναι, κι αυτό αλήθεια ήταν. Ο Γέροντας αράδιασε ακόμα τέσσερα-πέντε πράγματα:
– Και το ποδήλατο στα 10 σου, με το οποίο πήγαινες στη συμμαθήτριά σου την Ιωάννα και φιλιόσουν με την ξαδέλφη της την Κατερίνα που είχε έρθει από την Αθήνα, κι έμενες εκεί ώρες ολόκληρες, επειδή πάλι δεν σε έψαχνε κανένας και κανένας δεν ρωτούσε αν γύρισες απ’ το σχολείο ή αν έφαγες; Με το οποίο γύρναγες όλα τα χωριά, όταν κανένας άλλος συμμαθητής σου δεν είχε ποδήλατο; Και η κατασκήνωση στη Ζωοδόχο Πηγή και στην Αρμακιά, στο δάσος με τις καστανιές; Και το καλοκαίρι στο Δερβένι; Και η Λεπτοκαρυά, όπου έμαθες να κολυμπάς στα δέκα σου, και η Παραλία της Κατερίνης;
Διάολε! Πού ήταν καταχωνιασμένα όλα αυτά; Γιατί δεν εμφανίζονταν στην οθόνη όταν έκανε κλικ στις παιδικές αναμνήσεις; Χωρίς αυτά, τα παιδικά χρόνια ήταν μια ταινία της συμφοράς, όμως –κόλλησε άσχημα σ’ αυτή τη σκέψη–, ποιος ήταν ο λόγος που τα ξεχνούσε;
– «Η μνήμη είναι βέβαια επιλεκτική», ακούστηκε πάλι η φωνή από δίπλα, «η δυστυχία αφήνει πιο δυνατά εντυπώματα από τη χαρά, αλλά…».
– «Αλλά;» ρώτησε μες στο νου του.
– «Εντάξει, υπήρχαν πολύ θλιβερές καταστάσεις, αλλά δεν ήταν μόνον αυτές…», συνέχισε ο Γέροντας.
– «Ναι, αλλά βάραιναν πολύ περισσότερο», απάντησε πάλι γεμάτος παράπονο μες στο νου του, αρνούμενος να παραιτηθεί τόσο εύκολα από τα πρωτεία της δυστυχίας.
– «Όλοι οι άνθρωποι περνούν συμφορές», ξανακούστηκε η φωνή του συντρόφου του, «αλλά αυτό δεν είναι λόγος να γράφουμε το σενάριο της ζωής μας αποκλειστικά μ’ αυτές… Θέλω να πω… είναι και λίγο θέμα επιλογής, δεν είναι;»
«Υπήρξες ένα εγκαταλειμμένο παιδί, πάει και τελείωσε», τσίριξε η εσωτερική αντιπολίτευση στο μυαλό του φίλου μας, «κανένας εξυπνάκιας δεν μπορεί να στο πάρει αυτό! Είναι εύκολο να ξυπνάς και να βρίσκεις πρωινό και χαρτζιλίκι για κουλούρι στο σχολείο, τι γίνεται όταν δεν έχεις τίποτα από αυτά; Είναι ωραία να έχεις μια μαμά να σε διαβάζει, τι γίνεται όταν είναι 500 χιλιόμετρα μακριά;» Α, όχι, κουβαλούσε περήφανα την παιδική του μελαγχολία και δεν θα την παρέδιδε αμαχητί.
– «Έλα τώρα», είπε καλοκάγαθα ο Γέροντας, «τι γοητευτικό βρίσκεις σ’ αυτή την επηρμένη θλίψη;» Ναι, αυτές ήταν οι λέξεις που χρησιμοποίησε ο γεροπαράξενος, μά την αρκούδα του Βιτσίου, που οι χωριάτες έλεγαν ότι έφαγε κάμποσους σκοτωμένους αντάρτες στον εμφύλιο. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, πρόσθεσε:
– «Το μοντάζ σου δεν θυμίζει λίγο ελληνική ταινία, απ’ αυτές που πάντα κορόιδευες;»
Αυτό ακούστηκε σαν η χαριστική βολή, όμως το μόνο που κατάφερε ήταν να μουλαρώσει τον φίλο μας, ο οποίος τυλίχτηκε ακόμα πιο πολύ στο κουκούλι του περήφανου ανθρώπου που δεν τον καταλαβαίνει κανείς.
Εν πάση περιπτώσει, έτσι, τράβα κορδόνι, πήγαινε η αλλόκοτη αυτή συζήτηση, από την οποία οι μικρές αλεπούδες με τις φουντωτές ουρές και τα κουνάβια άκουγαν σαστισμένα μία μόνο φωνή, ώσπου φάνηκαν από μακριά τα φώτα του χωριού στους πρόποδες του βουνού. Ο άντρας διέκρινε το αμάξι του στην αρχή του δρόμου της ανάβασης να τον περιμένει σαν πιστό άλογο. Αυτό του έδωσε μια απρόσμενη χαρά κι ένα αίσθημα ασφάλειας. Έβγαιναν από ένα δάσος όπου τα ζωάκια της νύχτας καταλάβαιναν την ανθρώπινη γλώσσα, κι άφηναν πίσω ένα αλλόκοσμο βουνό… Ο κόσμος άρχιζε σιγά-σιγά να ξαναπαίρνει τη γνωστή του μορφή κι αυτός αισθανόταν ήδη πολύ καλύτερα.
Ωστόσο τίποτα δεν είχε ακόμα τελειώσει, τα πράγματα με κανέναν τρόπο δεν ήταν στη θέση τους, όλα εξακολουθούσαν να αιωρούνται αντιφατικά και αταίριαστα γύρω από το κεφάλι του. Τέλος, στάθηκαν δίπλα στο αυτοκίνητο. Ο νεαρός μίλησε πρώτος.
– «Γέροντα» είπε κοιτώντας προς τα πάνω, «κοίτα, δεν ξέρω πώς να σ’ ευχαριστήσω»… «δεν ξέρω τι θα έκανα χωρίς εσένα σ’ αυτήν την, πώς να την πω, …την αλλόκοτη περιπέτεια», είπε κάπως μουτρωμένος. «Στην κυριολεξία, δεν ξέρω πού θα βρισκόμουν τώρα και σε τι κατάσταση…». «Θα ήμουν ευτυχής, αν δεχόσουν να σε πάω σπίτι σου κι αν θα μπορούσαμε να ξανασυναντηθούμε…»
Κόμπιαζε, αλλά ο άλλος χαμογελούσε ζεστά με προσήνεια.
– «Αλήθεια, πού μένεις;» ξαναείπε πιο θαρρετά ο νεαρός. Ο ηλικιωμένος κούνησε το κεφάλι του δεξιά-αριστερά. Ο άλλος δεν ήταν σίγουρος ότι καταλάβαινε.
– «Μένεις στο χωριό;»
Όμως οι παλιοί, που σύστηναν να μην ρωτάς περισσότερα απ’ όσα πρέπει, ήξεραν τι έλεγαν…
– «Παντού και πουθενά», είπε παιγνιδιάρικα ο άγνωστος, σαν να ήθελε να τον δυσκολέψει κι άλλο, με τα χέρια στις τσέπες του εκρού μπουφάν του. Αίφνης, για μια στιγμή, το κεφάλι του βρέθηκε μες στην άλω της πανσελήνου, η οποία ανέτελλε εκείνη τη στιγμή πίσω από το σκυθρωπό βουνό. Η όψη του φάνηκε στο νεαρό άντρα μεταρσιωμένη, σαν να γέμιζε τον ουρανό. Άρχισε να ζαλίζεται κι αυτό τον θύμωσε, αποφάσισε λοιπόν να σταματήσει με το ζόρι το όραμα. Μέσα σ’ ένα μόνο δευτερόλεπτο κατάφερε να πείσει τον εαυτό του ότι ο ηλικιωμένος είχε κατέβει από τον ουρανό αλλά το κεφάλι του έμενε ακόμα εκεί, ότι δεν είχε μόνιμη στέγη κι ότι ήταν ένα είδος περιφερόμενου βοηθού, που πρόστρεχε σε βοήθεια όσων είχαν ανάγκη. Όμως διείδε τον κίνδυνο, το μυαλό του παραήταν κουρασμένο για μια συζήτηση από την οποία οι γρίφοι μάλλον θα αυξάνονταν…
– «Λοιπόν, πώς θα μπορούσα να σε ξαναβρώ;» ρώτησε διστακτικά, σαν να παραβίαζε κάποια άγραφη τάξη.
– «Τα πράγματα γίνονται στην ώρα τους, όταν μπορεί να βγει κάποιο νόημα», είπε ο άλλος σιβυλλικά. «Κι ούτε είναι πάντοτε αναγκαία η συνάντηση για την επικοινωνία».
– «Παππούλη», επέμενε ανήσυχα ο άντρας, «έχω τόσα να σε ρωτήσω… σε ποιον να απευθυνθώ… όλα γυρίζουν μέσα μου δίχως σύνδεση…»
– «Να με ρωτάς» είπε ο Γέροντας. «Να με ρωτάς, όποτε θέλεις».
– «Μα πώς; Σήμερα σε έβλεπα, ήσουν δίπλα μου, άκουγα στο νου μου τη φωνή σου…»
– «Πάλι θ’ ακούς τη φωνή μου» είπε ήσυχα ο άλλος, «έστω κι αν δεν με βλέπεις»… «μη στενοχωριέσαι». «Μα…», συνέχισε τη διαμαρτυρία του, όμως ο Γέροντας είχε έξαφνα σηκώσει το χέρι του:
– «Σε ευλογώ. Ευλογώ τον δρόμο σου, ευλογώ την αναζήτησή σου, ευλογώ την αγάπη σου».
– «Πες μου τουλάχιστον το όνομά σου!» Η φωνή έβγαινε παρακλητική απ’ τα βάθη της ύπαρξής του. Η ευλογία, τόσο λιτή κι απέριττη, κάτι του είχε κάνει, δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά του. Ένα αεράκι σηκώθηκε και ο άντρας αισθάνθηκε ανατριχίλα ως το μεδούλι των κοκάλων του. Επικρατούσε μια υπερκόσμια σιωπή, σαν τα πάντα γύρω να είχαν σταθεί και να αφουγκράζονταν.
– «Με λένε Ιωάννη», είπε ο άγνωστος, την ώρα που ο άντρας σκούπιζε τα δάκρυά του. Μα όταν άνοιξε τα μάτια του δεν υπήρχε μπροστά του κανείς πέρα απ’ τη χλωμή σελήνη.