Υπήρξε μια απρόβλεπτη συνάντηση και μια προσβολή με περιφρόνηση. Ο άνθρωπος κινήθηκε με τη σκέψη «οκ, ουδετερότητα, δεν με αφορά, δικό του πρόβλημα».
Όμως μέσα του δεν ησύχαζε, ένα κομμάτι του αντιδρούσε, αν και πιο ήπια από παλιά. Δεν μπορούσε να φτάσει στην ειρήνη.
Υπέφερε γιατί, έστω και λιγότερο από άλλες φορές, αντιστεκόταν ακόμα στον «πονηρό».
Ήταν ο εαυτός του που αγωνιζόταν. Ένας μαθητής του Λόγου για πολλά χρόνια, με γνώση και εμπειρία, ωστόσο ήταν αυτός, ο εαυτός του ο καλλιεργημένος μες στο Έργο, αλλά πάντως ο εαυτός του, που προσπαθούσε να ανταπεξέλθει στα πυρά της αρνητικότητας…
Αίφνης, μια εικόνα: γονατιστός μέσα του, μπροστά στη Μητέρα ταπεινά, ήτοι, με την παραδοχή ότι δεν ξέρει πώς να ανταπεξέλθει.
«Μητέρα μου, παύω να είμαι εγώ που αγωνίζομαι ν’ ανταπεξέλθω. Δέομαι όμως σ’ εσένα για τον αδελφό-εαυτό που με πρόσβαλε».
Έκπληξη! Άμεση ειρήνευση… Δεν είχε συμβεί κάποια φώτιση στο νου του, δεν είχε θερμανθεί εντυπωσιακά η καρδιά του όπως άλλες φορές. Απλώς, εντελώς γαλήνια, δεν ήταν πια «αυτός» αλλά είχε προσελκυσθεί στην επικράτεια της Μητέρας εντός του.
Κι εκεί δεν υπήρχε κάποιο ενδιαφέρον για τις προσβολές, δεν υπήρχε κάποιο ενδιαφέρον για το πώς θα ειρηνεύσει αυτός…..
Το μόνο που υπήρχε ήταν το ενδιαφέρον για τον αδελφό που είχε φερθεί προσβλητικά. Όμως όχι από τη θέση εκείνου που είναι εντάξει απέναντι σ’ εκείνον που είναι λάθος, όχι από τη θέση εκείνου που γνωρίζει απέναντι σε κάποιον που αγνοεί, όχι με την αίσθηση κάποιου που κακοποιήθηκε απέναντι στον κακοποιητή του, όχι με άγχος για το πώς θα πρέπει να φερθεί στο εξής σ’ αυτόν…
Τίποτε απ’ όλα αυτά. Ελεύθερος απ’ όλα αυτά. Η Μητέρα, που είναι Μητέρα και του «άλλου», του «κακού», και νοιάζεται και γι’ αυτό το παιδί της εξίσου, γνωρίζει πώς θα πρέπει να φερθώ και θα μου δείξει. Μια ολοκληρωτική εμπιστοσύνη και, επομένως, μια ολοκληρωτική αίσθηση ασφάλειας.
Κυρίαρχη αίσθηση η ταπεινότητα. Από την οποία πήγαζαν ειρήνη του νου, γαλήνη, ελευθερία, συρρίκνωση του εγώ.
Τι είχε συμβεί;
Η ταπείνωση είχε γίνει ταπεινότητα… Το μέρος είχε πάει καταπονημένο στο Όλο του, απ’ το οποίο είχε γεννηθεί. Είχε γονατίσει, δηλαδή είχε παραδοθεί κι είχε εξομολογηθεί ότι η γνώση, η εμπειρία, η ευφυΐα κι ό,τι άλλο διέθετε είχαν αποδειχθεί ανεπαρκή, κι ότι είχε παραιτηθεί από όλα αυτά.
Και τότε συνέβη μια διαφοροποίηση στην αίσθηση του ποιος είναι ο εαυτός του. Τώρα υπήρχε μαζί με τη Μητέρα. Τώρα οι σκέψεις, τα συναισθήματα και τα βιώματά του διαπερνιόταν απ’ αυτήν. Τώρα η ουδετερότητα είχε αγάπη. Τώρα δεν ήταν ο αδικημένος απέναντι στους άδικους, αλλά κάποιος που, συνυπάρχοντας με τον Λόγο, αγωνιζόταν ενάντια στην αδικία. Δεν ήταν ο καλός απέναντι στους κακούς ούτε το θύμα απέναντι στους θύτες.