Περί θέωσης

Ας αρχίσουμε με το ερώτημα: Τι απ’ όσα έφερε ως τις μέρες μας το ποτάμι του χρόνου από αυτά που είπαν οι χριστιανοί Πατέρες για το νόημα της ενανθρώπισης του Λόγου θα λέγαμε ότι εξακολουθεί να είναι το πιο σημαντικό για την ανθρώπινη συνείδηση;

Για τον γράφοντα, αναμφίβολα, είναι αυτή η δήλωση του Ειρηναίου της Λυών (2ος αιώνας), που επαναλήφθηκε τον 4ο αιώνα από τον Μέγα Αθανάσιο, η οποία αφορούσε τον Λόγο, το 2ο πρόσωπο της Τριαδικής Θεότητας:1 Ο Λόγος Χριστός έγινε άνθρωπος για να θεωθούμε εμείς…

Αυτή τη βεβαίωση, που μετά από αιώνες, έστω και με ψαλιδισμένα φτερά και θαμπή τη λάμψη της, ανασύρθηκε γύρω στο 1950 απ’ τα θεολογικά ντουλάπια μαζί με τους ξεχασμένους Έλληνες Πατέρες, ο Ιωάννης την έστησε ξανά στο κέντρο του θείου σχεδίου, της έδωσε νέο σφρίγος και την παρουσίασε σε όλη της τη ζωντάνια.

Πού όμως θεμελίωναν ο Ειρηναίος και ο Αθανάσιος την άποψή τους; Εδώ είναι ανάγκη να κοιταχθούν τα κείμενα, να εξετασθεί αν υπάρχουν λόγοι του Χριστού που αναφέρονται στη θέωση και να συλλεχθούν αυτοί οι λόγοι. Ας ψάξουμε λοιπόν.

• «Όποιος με αγαπάει θα τηρήσει τον λόγο μου. Κι ο Πατέρας μου θα τον αγαπήσει, και θα έρθουμε σ’ αυτόν και θα κατοικήσουμε μαζί του» (Ιω.14:23).

• «Να γίνετε λοιπόν κι εσείς τέλειοι, όπως τέλειος είναι και ο Πατέρας σας ο ουράνιος» (Μτθ.5:48).

• «Έχετε ακούσει πως δόθηκε η εντολή: ν’ αγαπήσεις τον πλησίον σου και να μισήσεις τον εχθρό σου. Εγώ όμως σας λέω: Ν’ αγαπάτε τους εχθρούς σας, να δίνετε ευχές σ’ αυτούς που σας δίνουν κατάρες, να ευεργετείτε αυτούς που σας μισούν και να προσεύχεστε γι’ αυτούς που σας κακομεταχειρίζονται και σας καταδιώκουν. Έτσι θα γίνετε παιδιά του ουράνιου Πατέρα σας (όπως γένησθε υιοί του πατρός υμών του εν ουρανοίς) (Μτθ.5:43-45).

• [προς τους Ιουδαίους που ήθελαν να τον λιθοβολήσουν επειδή παρουσίαζε τον εαυτό του ως Θεό]: «Μήπως δεν είναι γραμμένο στο νόμο σας, εγώ είπα είστε θεοί;» (Ιω.10:35).

• «Σας βεβαιώνω πως αυτός που πιστεύει σ’ εμένα, θα κάνει κι εκείνος τα ίδια έργα που κάνω εγώ και μάλιστα ακόμη μεγαλύτερα απ’ αυτά, γιατί εγώ πηγαίνω κοντά στον Πατέρα» (Ιω.14:12).

Αλλά αν κατοικήσουν μέσα σου ο Πατήρ και ο Υιός δεν είναι αυτό θέωση; Κι αν γίνεις τέλειος σαν τον Πατέρα, δεν θεώνεσαι; Αν γίνουμε σαν τον Χριστό, γιοί και θυγατέρες του Πατρός, δεν γινόμαστε ένα με τον Θεό; Αν πιστέψουμε στο θεοί εστε, δεν θα συμπεράνουμε αβίαστα ότι κάτι θείο υπάρχει στα βάθη του εαυτού μας, που πρέπει να γίνει συνειδητό; Κι ακόμα, αν ο άνθρωπος μπορεί να κάνει μεγαλύτερα έργα απ’ αυτά που έκανε ο ενσαρκωμένος Λόγος, τότε προφανώς είναι εν δυνάμει θεός – και τότε δεν είναι προορισμός του η θέωση;

Έχουμε όμως απορίες, δεν μπορεί, κάτι σχετικό θα είπαν και οι Απόστολοι, που να δείχνει ότι αφομοίωσαν όλα αυτά τα εκπληκτικά. Λέει λοιπόν ο Πέτρος:

Έτσι μας δώρισε τις πιο πολύτιμες και τις πιο μεγάλες υποσχέσεις, με τις οποίες θα γίνετε μέτοχοι της θείας φύσεως (2η επιστολή, 1:4).

Έπειτα, ο Ιωάννης ο ευαγγελιστής:

Ξέρουμε όμως πως όταν ο Χριστός φανερωθεί στη δεύτερη παρουσία του θα γίνουμε όμοιοι με αυτόν, γιατί θα τον δούμε όπως πραγματικά είναι (1η επιστολή,3:2).

Αν γίνουμε, όμως, μέτοχοι της θείας φύσεως δεν θεωνόμαστε; Και αν γίνουμε όμοιοι με τον Χριστό, δεν είναι αυτό θέωση;

Δεν είναι λοιπόν –από την αρχή δεν ήταν– ο στόχος του χριστιανισμού ο Παράδεισος, αλλά η θέωση του ανθρώπου. Ο σκοπός του θείου σχεδίου, το βλέπει κανείς καθαρά, είχε ευδιάκριτα αποτυπωθεί στην Καινή Διαθήκη. Το βέλος του χρόνου έδειχνε προς τη θέωση.

~*~

Και τώρα, τι γνώριζε ο μέσος χριστιανός γι’ αυτό; Όταν στα μέσα του εικοστού αιώνα ανακαλύφθηκε2 αίφνης ότι οι Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας είχαν ως κέντρο της θεολογίας τους τη θέωση,3. οι πιστοί δεν είχαν καμιά προετοιμασία για να μπορέσουν να κάνουν κάτι μ’ αυτό, εξάλλου οι ανακαλύψεις και οι ζυμώσεις έμειναν ως επί το πλείστον εντός των θεολογικών τειχών.

Προς το τέλος του αιώνα, ωστόσο, ο αγιορείτης ηγούμενος Γεώργιος Καψάνης άρχισε να γυρίζει τις πόλεις της Ελλάδας και να μιλάει στους πιστούς για τη θέωση. Αργότερα, έγραψε και σχετικό βιβλίο, απ’ όπου παραθέτουμε (σ. 14-15):4

Είναι ίσως πολύ τολμηρό ακόμη και να λέμε και να σκεπτόμαστε ότι σκοπός της ζωής μας είναι να γίνουμε θεοί κατά Χάριν. Όμως η Αγία Γραφή και οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν μας το απέκρυψαν. (…) Επειδή ο άνθρωπος είναι «κεκελευσμένος θεός», έχει δηλαδή πλασθεί για να γίνει θεός, αν δεν ευρίσκεται στην πορεία της θεώσεως, αισθάνεται ένα κενό μέσα του, ότι κάτι δεν πηγαίνει καλά.

Τι να σκέφτονταν, άραγε, οι πιστοί που τον άκουγαν; «Έχουμε παιδιά και υποχρεώσεις, αυτά είναι για τους αγίους»; Ό,τι και να σκέφτονταν, το γεγονός ήταν πως η θέωση, όπως πραγματικά είχε περιγραφεί με βάση τα βιώματα των αγίων, περιβαλλόταν ακόμα εν πολλοίς από σύγχυση και ασάφεια. Έτσι μπορούσε να συναντά κανείς δηλώσεις σαν την παρακάτω:

Σωζόμενος σημαίνει ότι επετεύχθη ο σκοπός σ’ αυτόν, ο σκοπός της σαρκώσεως του Χριστού μας, που είναι να οδηγηθεί ο άνθρωπος στη θέωση. Αυτός είναι ο σωζόμενος. (…) Δεν τα λέω εγώ, τα λέει ο μεγάλος ησυχαστής Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος, συναγωνιστής του αγίου Γρηγορίου Παλαμ ά τον 14ο αιώνα, και τα επαναλαμβάνει και τα καταξιώνει για μια ακόμη φορά ο Νικόδημος ο Αγιορείτης. Λέει: «αν δεν φθάσουμε στον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, να κάνουμε θαύματα δηλαδή όπως οι άγιοι, όταν χρειαστεί, δεν έχουμε σωθεί».5

Τέτοιες παρουσιάσεις συνέτειναν στο να παραμείνει η θέωση στην -ούτως ή άλλως ανέτοιμη- συνείδηση των πιστών μια υπόθεση των αγίων. Ωστόσο, ο χριστιανός του 20ού αιώνα υπήρξε και με έναν ακόμα τρόπο άτυχος, δεδομένου ότι βαλλόταν ταυτοχρόνως με διαβεβαιώσεις ότι, πράγματι, αυτά τα ζητήματα ήταν για πολύ λίγους. Για παράδειγμα:

Η Γερόντισσα Γαβριηλία, στο βιβλίο Η Ασκητική της Αγάπης, σ. 326, στην ερώτηση αν ο χριστιανισμός είναι για τους λίγους απαντάει: «Είναι για τόσο πολύ λίγους. Γι’ αυτό και μας είπε: είστε το άλας της Γης…».

Ο Σωφρόνιος του Έσσεξ, στο βιβλίο του Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σ. 267, ομολογεί:

Η οδός προς την αιώνια ζωή ακατάπαυστα κηρύσσεται σ’ όλες τις γλώσσες, αλλά αυτοί που πραγματικά γνωρίζουν την οδό αυτή είναι μόλις μερικές μονάδες σε κάθε γενεά.

Ο επίσκοπος Κάλλιστος Γουέαρ, στο δικό του βιβλίο Η Δύναμη του Ονόματος, σ. 57-58 γράφει:

Ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος (7ος αι.) υπογραμμίζει την εξαιρετική σπανιότητα του χαρίσματος όταν λέει ότι «μόλις ένας στις δέκα χιλιάδες» μπορεί να υπολογιστεί άξιος της δωρεάς της καθαρής προσευχής», και προσθέτει: «Όσο για το μυστήριο που κρύβεται πίσω απ’ την καθαρή προσευχή, μόλις που μπορεί να βρεθεί ένας μοναδικός άνθρωπος σε κάθε γενιά που να έχει πλησιάσει σ’ αυτή τη γνώση της Χάριτος του Θεού». Ένας στις δέκα χιλιάδες, ένας σε κάθε γενιά: μολονότι μια τέτοια προειδοποίηση μας συγκλονίζει, δεν πρέπει να μας αποθαρρύνει περισσότερο απ’ όσο πρέπει.

Όχι βέβαια ότι αυτοί που αλληθώριζαν ανατολικά ήταν σε καλύτερη μοίρα, αφού από κει είχε ήδη δηλωθεί ότι ένας μύστης είναι «η σπάνια ανθοφορία μιας γενεάς ερευνητών».6

Εν πάση περιπτώσει, σε ό,τι αφορούσε τους πιστούς, αυτοί παρέμειναν μοιραία στο «κάνω ελεημοσύνες και καλές πράξεις, προσεύχομαι, εξομολογούμαι και κοινωνώ, με σκοπό τον Παράδεισο». Η θέωση δεν έγινε ούτε τώρα ο στόχος για το χριστιανικό ποίμνιο. Η προηγούμενη κοσμική περίοδος είχε εξαντλήσει το δυναμικό της. Η βοήθεια θα ερχόταν μόνο από τη νέα προσέγγιση Θεού και Ανθρώπου που ανέτειλε στην αρχή του Υδροχόου.

~*~

Θα ρωτήσει τώρα κανείς: με ποιο τρόπο, λοιπόν, ήρθε η θέωση πιο κοντά στον άνθρωπο με την έλευση του Ιωάννη; Θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε, όχι όμως πριν δηλώσουμε ότι η πορεία προς τη θέωση αποτελεί συλλογική κίνηση της ανθρωπότητας. Να δούμε τις διδασκαλίες:

Η θέωση δεν τελείται ως πορεία ατομική, η ατομική πορεία δεν έχει καμιά σχέση με τη θέωση. Η θέωση είναι μια λειτουργία που τελείται συλλογικά. Ο Ενιαίος Άνθρωπος θεώνεται, και για να μπορέσει μια ανθρώπινη ύπαρξη να αγγίξει τις ποιότητες της θέωσης είναι απαραίτητο να διευρυνθεί στο Όλο, να νιώσει την ανάγκη της προσφοράς στο Όλο, την ανάγκη να γίνει ικανή να χωρέσει το Όλο, να ελευθερώσει το νου, την καρδιά και τη συνείδησή της από περιορισμούς και κατεστημένα πάσης φύσεως, για να ανοιχθεί στην καθοδήγηση που θα λάβει από την παρουσία μου εντός της και να πράξει με τρόπους παρεμβατικούς για την πραγματικότητα της Γης και του ανθρώπου.7

Ο Ενιαίος Άνθρωπος θεώνεται λοιπόν, αυτός που είναι το Όλο μας, και για ν’ αγγίξουμε τη θέωση πρέπει να διευρύνουμε την ατομική μας ύπαρξη σ’ αυτό το Όλο προσφερόμενοι σ’ αυτό – αυτό διδάσκει ο Λόγος κι αυτό ενσάρκωσε ο Ιωάννης.

Έτσι, στην εποχή που βάσει του θείου σχεδίου το ζήτημα της θέωσης τίθεται πραγματικά, το πρόσωπο του Ενιαίου Ανθρώπου ανασηκώνεται αργά-αργά από τη σκόνη της Ιστορίας μπροστά στα μάτια της ανθρωπότητας –που είναι η έκφρασή του στο υλικό πεδίο –και γεμίζει τον ορίζοντα.

Έχοντας διασχίσει τη νύχτα του χρόνου και της συνείδησης και συλλέξει την εμπειρία που είχε ανάγκη, και έχοντας συμπυκνώσει τον εαυτό του σ’ έναν άνθρωπο της Γης, τον Ιωάννη, ο Ένας Άνθρωπος αναδύθηκε από την Ιστορία και εμφανίστηκε εν μέσω των ανθρώπων. Είχε φθάσει από το κατ’ εικόνα στο καθ’ ομοίωση και ήταν εδώ.

Ομοιωμένος πλέον με τον Λόγο, ο Ένας Άνθρωπος ενεργοποίησε στην αρχή του Υδροχόου την κίνηση τού επί της Γη εαυτού του, της ανθρωπότητας, προς τη συλλογική της θέωση. Έτσι, το ζήτημα που είχαν θέσει ο Ειρηναίος και ο Αθανάσιος, η ενανθρώπιση του Λόγου στην ανθρωπότητα,  φωτίστηκε: ο  αγώνας για την οικοδόμηση της συνείδησης ότι έθνη, άτομα και λαοί είμαστε μέρη του Ενός Ανθρώπου, τροφοδοτούμενος εσωτερικά από τον Ιωάννη, θα οδηγήσει σταδιακά στην εγκαθίδρυση της παγκόσμιας κοινότητας της αδελφοσύνης, που θα κάνει δυνατή τη χριστοποίηση της ανθρωπότητας.

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ο ίδιος ο Λόγος έθεσε στο κέντρο της εξέλιξης και των πνευματικών αγώνων τον Έναν Άνθρωπο, που εργάζεται για να απλώσει τον Εαυτό του μέσα σε όλα τα τέκνα του και να γίνει εντός τους η κατοικία του Λόγου, ώστε να πραγματωθεί το θείο σχέδιο.

  1. Απ’ όλα πριν υπήρχε ο Λόγος κι ο Λόγος ήταν με τον Θεό, κι ήταν Θεός ο Λόγος. Απ’ την αρχή ήταν αυτός με τον Θεό. Τα πάντα δι’ αυτού δημιουργήθηκαν κι απ’ όσα έγιναν τίποτα χωρίς αυτόν δεν έγινε (Ιω.1:1-3).
  2. Μέσω κάποιων μεγάλων θεολόγων, όπως π.χ. του π. Ιωάννη Ρωμανίδη, που ήρθε από την Αμερική, ή του Ρώσου επιφανούς θεολόγου π. Γεωργίου Φλορόφσκυ.
  3. Η Αικατερίνη Διαμαντοπούλου αναφέρει: Στην καπ­πα­δοκι­κή θε­ο­λο­γί­α κα­νέ­νας χριστιανός Θε­ο­λό­γος πριν τον άγιο Γρη­γό­ριο δεν χρησι­μο­ποί­η­σε τον ό­ρο θέ­ω­ση με τό­ση ε­πι­μο­νή και συ­χνό­τη­τα· τε­λ­ο­λο­γι­κά, την πή­γε πέ­ρα απ’ τους προ­κα­τό­χους του. Δεν υ­πάρ­χει κα­νέ­να τμή­μα στη γρα­πτή πα­ρα­γω­γή τού Γρη­γο­ρί­ου εί­τε θε­ο­λο­γι­κό εί­τε χρι­στο­λο­γι­κό εί­τε σω­τη­ριο­λο­γι­κό εί­τε δια­λο­γι­κό εί­τε ποι­μα­ντι­κό ή α­σκη­τι­κό, στο ο­ποί­ο αυ­τή η διαρ­κής έ­γνοια για τη θέ­ω­ση να μην α­πο­τε­λεί το κυρίαρχο μο­τί­βο (Η θέωση του ανθρώπου). Και ο Παναγιώτης Νέλλας γράφει για το θέμα: Δεν παρέλειπαν ποτέ οι Πατέρες να τονίζουν ότι το περιεχόμενο και η οδός της θεώσεως είναι η ένωση με τον Χριστό, επειδή ακριβώς η ένωση με το Αρχέτυπο είναι εκείνη που οδηγεί τον άνθρωπο στην ολοκλήρωσή του. (…) Στις τελευταίες δεκαετίες ήρθε πάλι στην επιφάνεια και μελετάται αρκετά το θέμα της θεώσεως (Ζώον Θεούμενον, Αρμός, Αθήνα, 3ηέκδ. 1992, σ. 41-42)
  4. Η θέωσις, ως σκοπός της ζωής του ανθρώπου, Ιερά μονή Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος, 2007.
  5. π. Γεώργιος Μεταλληνός, Πλησιάζει το τέλος του κόσμου; – 7ο Μέρος.
  6. Θιβετανός, Πραγματεία επί της Λευκής Μαγείας, Β΄, σ. 639 (583_.
  7. Αναστασία, 21.11.15.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *