Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα λιβάδι, κάτω από μια τεράστια βελανιδιά, ζούσε μια ομάδα βελανιδόσπορων που είχαν από καιρό ξεχάσει ποιος άνεμος και από πού τους έφερε εκεί.
Μια μέρα που κάποιος απ’ αυτούς είχε πέσει σε βαθιά περισυλλογή για το τι είναι η ζωή, από πού ήρθαν και τι τους περιμένει στο μέλλον, άκουσε μια απαλή φωνή: «Εδώ, σπόρε!»
Κοίταξε, αλλά δεν είδε τίποτα. Η σκέψη μου θα ήταν, είπε στον εαυτό του. Μα η φωνή ξανακούστηκε ευδιάκριτη και προσηνής. Και κοιτάζοντας προς τα δεξιά, είδε έναν σπουργίτη.
– «Θεέ μου», είπε ταραγμένος ο σπόρος, «δεν μπορεί να σε βλέπω».
– «Καταρχάς δεν είμαι ο Θεός», είπε μαλακά ο σπουργίτης. «Είμαι, απλώς, ένα ον διαφορετικό από σένα».
– «Αχ», έκανε ο σπόρος, «ώστε υπάρχετε πραγματικά, δεν είστε πλάσματα της φαντασίας μας;»
– «Φυσικά και υπάρχουμε», σφύριξε πειραγμένος ο σπουργίτης. «Το πρόβλημα είναι ότι για να μας δείτε εσείς οι σπόροι, που το οπτικό σας πεδίο είναι παράλληλο του εδάφους, πρέπει να υπάρξουν κάποιες ειδικές συνθήκες».
– «Σαν τι συνθήκες, καλέ μου σπουργίτη;» Ρώτησε με αγωνία ο σπόρος, που η καρδιά του χτυπούσε τρελά.
– «Ε, να. Παραδείγματος χάριν, θα έπρεπε κοντά στο μέρος που κατοικεί ένας σπόρος να υπάρχει ένα βαθούλωμα στο χώμα, ώστε να μπω σ’ αυτό και να μπορέσει να με δει, όπως γίνεται τώρα μ’ εμάς. Αλλιώς βλέπετε μόνον τα πόδια μας και τα περνάτε για θάμνους που τους κινεί ο άνεμος».
– «Α!» έκανε έκπληκτος ο σπόρος, «ώστε υπάρχετε συνεχώς κοντά μας;»
– «Ε, μα βέβαια. Είμαστε συνεχώς δίπλα σας κι ανάμεσά σας. Όμως ας μιλήσουμε καλύτερα για το τι σκεφτόσουν με τόση περισυλλογή».
– «Χμ», έκανε στεναχωρημένα ο σπόρος. «Ανάμεσα στα μέλη της φυλής μου έχει ξεκινήσει μεγάλη διαμάχη για το αν υπήρξε κάποτε μια βελανιδιά που μας δημιούργησε».
– «Από κει ακριβώς έρχομαι», είπε γλυκά ο σπουργίτης.
– «Έρχεσαι από τη βελανιδιά;» Ρώτησε ξεψυχισμένα και δύσπιστα ο σπόρος. Και μετά: «Οι πιο πολλοί λεν ότι ο κόσμος μας είναι μόνον ό,τι μπορούμε να αντιληφθούμε. Οι ηλιαχτίδες, οι θάμνοι, το νερό της βροχής, μερικά έντομα που κάθονται πάνω μας, τα ποντίκια, τα φίδια, κάποια ζουζούνια και τα σκουλήκια. Άλλοι όμως λεν ότι υπάρχουν πολλά ακόμη πράγματα που δεν αντιλαμβανόμαστε, πως η βελανιδιά υπήρχε και υπάρχει πάντα, κι απ’ αυτούς άκουσα για σας…»
– «Μα, η βελανιδιά είναι ακριβώς από πάνω σας!», φώναξε ο σπουργίτης διακόπτοντάς τον.
– «Ναι, αυτό το ‘πάνω’ εμείς δεν μπορούμε να το καταλάβουμε. Το λέμε ουρανό κι είναι πολύ μακριά από μας», είπε ο σπόρος με κατεβασμένα μούτρα.
Τώρα είχε μελαγχολήσει για τα καλά.
– «Αυτό που εμείς ξέρουμε είναι ότι είμαστε εκτεθειμένοι σε λογής-λογής ανέμους και κανένας μας δεν ξέρει τι θα του συμβεί αύριο. Ώσπου μια μέρα σε σκεπάζει το χώμα κι όλα τελειώνουν. Κανένας δεν βγήκε από κει να μας πει τι γίνεται, και κανένας μα κανένας βελανιδόσπορος δεν όρισε ποτέ τη μοίρα του», βεβαίωσε με ένταση.
– «Ησύχασε, φίλε μου», είπε μειλίχια ο σπουργίτης, και κοίταξε σκεφτικός προς τα πάνω. «Σε λίγο θα πρέπει να φύγω, όχι όμως πριν σου κάνω κάποια αποκάλυψη, για την οποία ίσως σοκαριστούν πολλοί από τη φυλή σου:
Μέχρι τώρα ακούγατε ότι η βελανιδιά είναι πάνω μακριά, στον ουρανό. Μάθετε ότι η βελανιδιά υπάρχει μέσα σας.
Μέχρι τώρα λέγατε ότι είστε ριγμένοι στο χώμα και εγκαταλειμμένοι. Μάθετε ότι ρίχνεστε στο χώμα για να καρπίσετε.
Μέχρι τώρα αναρωτιόσασταν αν υπάρχει βελανιδιά. Μάθετε ότι εσείς οι ίδιοι θα γίνετε βελανιδιές».
Και πέταξε ψηλά.