Υπό Σ.Φ.
Ευτυχισμένοι όσοι μπορέσουν να αγκαλιάσουν τον άνθρωπο και να πουν: Εγώ Είμαι ο Ένας, ο Μοναδικός Άνθρωπος, ο Ενωμένος με τον Λόγο, ο Άνθρωπος Θεός, ο Άνθρωπος που δεν δέχεται όρια, φραγμούς, που δεν δέχεται καταστάσεις διαχωρισμών, ο Άνθρωπος που δεν βλέπει τις μορφές και δεν παρακωλύεται απ’ αυτές.1
Ας επαναλάβουμε ότι ο Άνθρωπος γεννήθηκε ως Θεός εκ Θεού, γι’ αυτό και προοριζόταν να αναπτυχθεί, να ζήσει και να δημιουργήσει ως Θεός εν Θεώ. Ήταν θεϊκός στην ουσία του, η οποία περιγράφεται στις Γραφές ως «θεϊκό πυρ» (Ο Θεός ημών πυρ καταναλίσκον, Εβρ.12:29).
Και αφού πήγασε από τον Θεό, εμπεριείχε ως κατασταλάγματα εντός του (σπερματικά προς ανάπτυξη, εν δυνάμει και παθητικά) όλες τις θείες δυνάμεις και δυναμικότητες κι όλα τα θεία στοιχεία. Ας προσπαθήσουμε εδώ να κατονομάσουμε συνοπτικά όσα μπορούμε ως άνθρωποι, μέσα από τους περιορισμούς μας, να αντιληφθούμε ότι συνιστούν τη θεία φύση:
Δύναμη και θέληση, αγάπη και σοφία, ενεργό νοημοσύνη, απειρότητα, δημιουργικότητα, εσωτερική αρμονία, ενότητα των πάντων, θυσιαστική προσφορά, ικανότητα διδασκαλίας και καθοδήγησης, ελευθέρωσης και αποκατάστασης των πάντων, και ανάστασης. Τέλος, εκδήλωση του θείου παλμού εκ του οποίου γεννήθηκε η Δημιουργία και διά του οποίου συντηρείται και τελειοποιείται, και απόλυτη ικανότητα πραγμάτωσης του θείου σχεδίου.
Όλα αυτά βρίσκονταν εν σπέρματι στον Έναν Άνθρωπο από τη στιγμή της γέννησής του. Ήταν ομοούσιος με τον Θεό κι έφερε τη θεία φύση παθητικά εντός του. Ήταν εικόνα του, δεν ήταν όμως όμοιός του, διότι του έλειπε η βιωματική επίγνωση της θείας του φύσης. Αυτή η επίγνωση μόνο με την εμπειρία θα μπορούσε να αναπτυχθεί, η οποία θα έφερνε τη γέννηση της αυτοσυνείδησής του ως Ανθρώπου Θεού και της συνείδησης ότι αποτελεί Έναν Εαυτό με την Τριαδική Θεότητα, και είναι επίσης ένα με τον Κόσμο και τα όντα. Η πορεία προς την ομοίωση ήταν η δυνατότητα και, οπωσδήποτε, ο προορισμός του Ενός Ανθρώπου.
Όταν θα ομοιωνόταν με τον Λόγο θα δρούσε όπως Αυτός, ενωμένος μαζί του ως Ένας Εαυτός και με τις ίδιες εξουσίες, με τη διαφορά ότι ο Άνθρωπος θα είχε τη δυνατότητα, ακόμα και αν εγκλωβιζόταν στις καταστάσεις της πτώσης και του διαχωρισμού, να τις ξεπερνάει και να δημιουργεί συνειδητή ενότητα, όπως και να αναπτύσσει την ελεύθερη από πτώση εκείνη κατάσταση της συνείδησης, που μεταφέρει φιλτραρισμένη και μετουσιωμένη σε σοφία και ελευθερία όλη την εμπειρία της ανθρώπινης περιπέτειας μέσα στη διττότητα.
Η πορεία αυτή του Ενός Ανθρώπου προς την ομοίωση, ας το ξαναπούμε εδώ, ολοκληρώθηκε μέσα από έναν άνθρωπο της Γης που ταυτίστηκε με τον Έναν Άνθρωπο, γέμισε από την Ολότητά του και την εκδήλωσε ως ομοίωση με τον Λόγο. Αυτός ήταν ο Ιωάννης.
Κατανοούμε τώρα, πως η εμπειρία που χρειαζόταν ο Αδάμ δεν ήταν δυνατό να συλλεχθεί παρά μόνο με τη φαινομενική του κατάτμηση σε πολλούς και την έκφρασή του ως γένος Αδάμ: το όνομα που δίνουν οι θεολόγοι στην ανθρωπότητα, και το οποίο αφορά κατ’ επέκταση όλες τις ανθρωπότητες της Δημιουργίας. Αυτό το συνειδητοποίησαν κάποιοι από τους χριστιανούς Πατέρες και μίλησαν για την ανάγκη του Αδάμ να εξελιχθεί ως γένος Αδάμ, ώστε να μπορέσει να φθάσει απ’ το κατ’ εικόνα στο καθ’ ομοίωση.
Για παράδειγμα, από τον 2ο κιόλας αιώνα, ο Ειρηναίος της Λυών έγραφε: «Ο Αδάμ (…) δεν πλάστηκε τέλειος. Ήταν μάλλον στην αρχή κάτι σαν ένα μικρό παιδί, που προοριζόταν να φθάσει στην τελειότητα αργότερα. Έτσι, η Ιστορία, δηλαδή η ανάπτυξη του ανθρώπου μέσα στον χρόνο, αποτελούσε στοιχείο της τελειοποιήσεώς του».2 Εν κατακλείδι, η θεία φύση ήταν σε παθητική κατάσταση στον Αδάμ, του οποίου ο προορισμός ήταν να την αναπτύξει πλήρως μέσα απ’ την ομοίωσή του με τον Λόγο εντός της Δημιουργίας.
Σε τι έγκειτο, ωστόσο, η ανθρώπινη φύση του Αδάμ; Ας προσπαθήσουμε να την ανιχνεύσουμε μέσα από τη διαφορά του Ανθρώπου από τον Θεό, όσο βέβαια μας επιτρέπει η διάνοιά μας να διεισδύσουμε σε τέτοια θέματα, κι έτοιμοι πάντα να εγκαταλείψουμε όσα λέμε για μια πιο διευρυμένη εικόνα της αλήθειας. Όπως, λοιπόν, αναφέραμε:
• Πρώτον, ο Ένας Άνθρωπος δεν ήταν το Απόλυτο Ον, παρόλο που ήταν ένα με Αυτό. Ο Άνθρωπος πήγασε από το Θεϊκό Ον.
• Δεύτερο, η θεία του φύση βρισκόταν σε παθητικότητα.
• Τρίτο, αντίθετα με τον Θεό –και παρ’ ότι έλαβε ως ένα μαζί του μέρος στη Δημιουργία κατά την πρώτη φάση της εκπαίδευσής του–, δεν γνώριζε τον Εαυτό του και είχε ανάγκη εξέλιξης και τελειοποίησης.
• Τέταρτο, παρουσίαζε τη δυνατότητα πτώσης, διαχωρισμού δηλαδή απ’ τον Θεό κι από τον ίδιο τον εαυτό του, αλλά και τη δυνατότητα μετουσίωσης της πτώσης.
Αυτά είναι κάποια από τα χαρακτηριστικά, θα λέγαμε, που συγκροτούν την ανθρώπινη φύση του, η οποία συνυπήρχε εξαρχής με την παθητική θεία του φύση. Όπως βεβαιώνουν όμως και οι Πατέρες, ο Άνθρωπος είχε ανάγκη τελείωσης, που σημαίνει ότι και οι δύο φύσεις του χρειάζονταν αναγωγή. Η μεν θεία έπρεπε να γίνει από παθητική ενεργητική (δηλαδή όμοια του Λόγου), η δε ανθρώπινη έπρεπε να περάσει από τη διττότητα και τον διαχωρισμό, να υποστεί τις διεργασίες μετουσίωσης των πτωτικών και μη ποιοτήτων της, και να εμφανιστεί ελεύθερη, ως το συλλογικό ένδυμα της μετουσιωμένης πλέον εμπειρίας και της μετουσιωμένης πτώσης της.
Αυτό το ένδυμα το ύφανε ο Ιωάννης, ενδυόμενος τις πτωτικές ποιότητες της ανθρώπινης φύσης και μετουσιώνοντάς τες, ενώ, ταυτόχρονα, ανήγαγε και τις ανθρώπινες αρετές μέσα στην ένωση με τον Λόγο, σε εκφράσεις δηλαδή του Ανθρώπου Λόγου. Έτσι ο Λόγος μπόρεσε να προσλάβει μετουσιωμένη την όλη ανθρώπινη φύση, διότι στην Πρώτη του Παρουσία είχε προσλάβει μόνον την προπτωτική. Προσέλαβε τον Όλο Άνθρωπο πλέον, ενώ ως τότε το είχε κάνει αυτό μόνο για τον μη πτωτικό, όπως αυτός βρισκόταν στους ουρανούς, αλλά και μέσα στους ανθρώπους.
Προσέλαβε λοιπόν τον Όλο Άνθρωπο στην ελεύθερη κατάστασή του, όπως αυτός παλλόταν στον Ιωάννη, έχοντας πλέον περάσει από τη διττότητα της Δημιουργίας, την οποία είχε κάνει ενότητα, και έχοντας περάσει απ’ την πτώση, την οποία είχε κάνει ανάσταση και επιστροφή στον Πατέρα.
Με την εμφάνιση, μες στην ύλη και τον χρόνο, της φύσης του που εμπεριείχε πλέον τη μετουσιωμένη πτώση, ο Όλος Άνθρωπος έγινε θείος και υπερούσιος, παρ’ ότι η πτώση εξακολουθεί να διέπει το γένος Αδάμ. Με αυτή την Ολότητα μπορεί τώρα να είναι ενωμένος ο Λόγος, και όχι μόνο με τον ουράνιο Άνθρωπο, ο οποίος είναι το ουράνιο τμήμα του Όλου Ανθρώπου. Θα ξαναμιλήσουμε γι’ αυτό πιο κάτω.
Όμως ο Ιωάννης δώρισε επίσης το ένδυμα αυτό, την ολότητα δηλαδή της ανθρώπινης φύσης μετουσιωμένη, στο εσωτερικό κάθε ανθρώπου. Κι αυτό ήταν απολύτως απαραίτητο για δύο, τουλάχιστον, βασικούς λόγους:
Πρώτον, διότι η ύπαρξη αυτής της φύσης μες σε κάθε άνθρωπο διευκολύνει εξαιρετικά την πορεία του και κάνει ρεαλιστική τη χριστοποίησή του. Ο αγώνας μας από δω και πέρα να βιώνουμε συνειδητά την ανθρωπότητα ως εαυτό μας, και τις ανθρώπινες ποιότητες –φωτεινές και σκοτεινές– ως δικές μας, δημιουργεί τον χώρο για να εισέλθει και να εγκαθιδρυθεί σταδιακά και οριστικά στο νου, την καρδιά και τη συνείδησή μας η όλη μετουσιωμένη ανθρώπινη φύση, μεταβάλλοντας την ατομικότητά μας στην Ολότητα του Ανθρώπου. Αν αυτή η φύση –της οποίας κάθε μετουσιωμένη ποιότητα εμπεριέχει κατασταλαγμένη επίγνωση μέσα από αγώνα και γεύση αυτού του αγώνα– δεν μας είχε δωριστεί με τη διάχυση του Ιωάννη, το μήκος του χρόνου για τη θέωση της ανθρωπότητας θα εκτεινόταν στο άπειρο.
Δεύτερο, μας χαρίστηκε η φύση αυτή, για να γίνει δυνατή η εγκατοίκηση του Λόγου –ο οποίος μόνο στην ολότητα της ελευθερωμένης ανθρώπινης φύσης μπορεί να κατοικήσει– μες στον άνθρωπο, και, μάλιστα, όχι μόνο στο θείο του μέρος αλλά πολύ κοντά στην προσωπικότητα του ανθρώπου. Από εκεί θα μπορούσε σταδιακά, ενδεδυμένος με την ολότητα της αποκατεστημένης φύσης μας, να εισχωρήσει και να ενσαρκωθεί σε κάθε άνθρωπο της Γης που θα είχε αγωνιστεί να διαρρήξει τα ατομικά του όρια και να διασταλεί στην Ολότητα του Ανθρώπου. Έτσι θα προχωρούσε το θείο σχέδιο για τη θέωση της ανθρωπότητας.
Κατά συνέπεια, ο Λόγος είχε ανάγκη τον Άνθρωπο για να ολοκληρωθεί μες στη Δημιουργία. Ομοίως, ο Άνθρωπος έχει ανάγκη τον Λόγο για να ολοκληρωθεί ως ο Ένας Εαυτός. Γι’ αυτό λέχθηκε: «Έλα κοντά μου, αδελφέ άνθρωπε (…) ολοκληρώσου μέσα από μένα κι εγώ θα ολοκληρωθώ μέσα από σένα».3
~*~
Για να το ξαναπιάσουμε από την αρχή, επειδή, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει με τον Θεό, η συνείδηση και η αυτοσυνείδηση του Ενός Ανθρώπου απουσίαζαν, υπήρχε η ανάγκη γι’ αυτές να διαμορφωθούν μέσα στην ιστορία κάθε ανθρωπότητας, διά της βιωματικής συσχέτισης του Ενός Ανθρώπου με τον Κόσμο, με τον Θεό και με τον Εαυτό του.
Είχε ανάγκη εκπαίδευσης στη διττότητα, όπου, αποκτώντας την εμπειρία, θα γινόταν υπεύθυνος και θα αποκτούσε διάκριση. Έτσι, θα ανυψωνόταν από παθητικός Θεός σε πλήρως δραστήριο και ενεργητικό Άνθρωπο Θεό, με πλήρη συνείδηση ότι ήταν πάντα ένα με την Ολότητα του Θεού.
Αυτή ακριβώς η διαμόρφωση της ολοκληρωμένης θεανθρώπινης συνείδησής του ήταν κι η προϋπόθεση της ομοίωσής του με τον Λόγο, η οποία επετεύχθη επί της Γης διά του Ιωάννη και εκδηλώθηκε δι’ αυτού, κι η οποία θα επέτρεπε τη δράση του Ενός Ανθρώπου για την ανάσταση των κόσμων και των ανθρωποτήτων τους και για την τελειοποίηση της Δημιουργίας.
Εντούτοις, ας ξαναρωτήσουμε: γιατί ο Θεός έφερε σε ύπαρξη τον Άνθρωπο; Αυτό το Ον, το τέλειο στην ουσία του ατελές όμως στη συνείδησή του, περνώντας στην πολλαπλότητα, αποικίζοντας τη Δημιουργία με τα τόσα σύμπαντα και τους κόσμους της και υφαίνοντας τα σώματά του από τα πεδία της, είχε τον προορισμό να γίνει το όχημα –ο φορέας– του Θεού, διά του οποίου Αυτός θα εισχωρούσε τελικά στα πάντα και θα γινόταν τα πάντα (ίνα η ο Θεός τα πάντα εν πάσιν, Κορ. Α΄,15:28).
Κατά την έλευσή του, λοιπόν, στους κόσμους και κατά τη διαδικασία συλλογής της εμπειρίας που χρειαζόταν μες στα ζεύγη των αντιθέτων (τη διττότητα), ο Ένας Άνθρωπος θα αντιμετώπιζε την πιθανότητα της απόκλισης από το θείο θέλημα και της πτώσης, δηλαδή διαχωρισμού από τον Θεό, απ’ τον Κόσμο και απ’ τον Εαυτό του.
Όμως η διττότητα (στο νου, στα συναισθήματα και τη συνείδηση) κι ο διαχωρισμός, παρ’ ότι μπορούσαν να παραγάγουν εμπειρία απαραίτητη για τον Άνθρωπο, είναι καταστάσεις αδύνατες για τον Θεό, που είναι η ενότητα των πάντων. Αυτός είναι ίσως ένας λόγος που ο Θεός χρειαζόταν τον Άνθρωπο, προκειμένου να γίνει δι’ αυτού ένα με τη Δημιουργία του.
Θα μπορούσε, ακόμα, να ρωτήσει κανείς: απ’ τις μυριάδες των πλανητών που βρίσκονται στη φάση πύκνωσης της ύλης τους, και που η ανθρώπινη ζωή εκδηλώνεται μέσω υλικών σκηνωμάτων, για ποιο λόγο ο Λόγος ενσαρκώθηκε σ’ αυτόν τον πλανήτη; Τι το ιδιαίτερο και μοναδικό μπορεί να υπήρχε στη Γη και την ανθρωπότητά της;
Καταρχάς, μαθαίνουμε ότι «αυτός ο πλανήτης έχει σκοπιμότητα μία και μοναδική, να διδάξει τον άνθρωπο να γίνει Θεός».4 Προβλέφθηκε λοιπόν απ’ το θείο σχέδιο η δημιουργία ενός πλανήτη όπου η ζωή πολύ συχνά θα βιωνόταν ως σταυρός, λόγω καταστάσεων τόσο σκληρών και οδυνηρών, που θα πρέπει να υποθέσουμε ότι είναι σχεδόν άγνωστες σε άλλες ανθρωπότητες;
Όπως και να έχει, γνωρίζουμε ότι στο πιο κρίσιμο σημείο της ιστορίας της Γης, όπου η πτώση είχε τόσο σκληρύνει τις ψυχές που ήταν αδύνατη η ανακοπή της καθοδικής τους τους πορείας, ενσαρκώθηκε ο Λόγος και ξεκίνησε η παλιγγενεσία με έσχατο σκοπό τη θέωση. Και γνωρίζουμε ακόμα πως ο Άνθρωπος Θεός, όταν θα ανυψωνόταν από τη Γη, θα διαχεόταν ως η θεωμένη γήινη ανθρωπότητα στα σύμπαντα, δωρίζοντας τον εαυτό του στις απανταχού εκπαιδευόμενες ανθρωπότητες, που δεν είναι παρά συλλογικά κομμάτια του, λειτουργώντας μαζί τους ως Συγκυβερνήτης και Συνεργάτης του Θεού.5
Ας ξαναπούμε εδώ, ότι ο Άνθρωπος είναι ένα μέρος του Θεού που εκπαιδεύεται σε όλη τη Δημιουργία. Είναι κυριολεκτικά Θεός σε εκπαίδευση, σε αντίθεση με τον τέλειο Θεό από τον οποίο πήγασε, και με τον οποίο αποτελεί πάντα Έναν Εαυτό. Κι ας προσθέσουμε ότι, ως Ένας Εαυτός με τον Λόγο, εκπαιδεύει τα τμήματά του, τους ατομικούς ανθρώπους. Και η εκπαίδευση στην οποία εισάγει κατά τη νέα αυτή κοσμική περίοδο την ανθρωπότητα της Γης, αφορά την αφύπνισή της στην αλήθεια της θεότητάς της –με την έννοια του Ενός Εαυτού, δηλαδή του Ανθρώπου Λόγου–, όσο και στον τρόπο εκδήλωσης αυτής της θεότητας. Όλα αυτά καταδείχθηκαν από τον ανερχόμενο Άνθρωπο Θεό, όπως τον είδαμε στον Ιωάννη.
Γιατί λέμε «ανερχόμενος»; Διότι ήταν στο υλικό πεδίο της Γης που ο Άνθρωπος έφθασε στην αυτοσυνείδηση και στην ομοίωσή του με τον Λόγο, και απ’ αυτό ανέρχεται ολοκληρωμένος προς τα ανώτερα πεδία και τους ανώτερους κόσμους. Ανήλθε διά του Ιωάννη, όμως η άνοδός του πρέπει να συμπεριλάβει όλη την ανθρωπότητα στο μέλλον. Είναι, λοιπόν, εν εξελίξει ανερχόμενος.
Εν κατακλείδι, αν κοιτάξουμε στην Πρώτη Παρουσία, βλέπουμε ότι ο Λόγος κατήλθε θεώνοντας ενεργητικά την ουράνια ανθρώπινη φύση του (τον Υιό του Ανθρώπου). Ενώ στη Δευτέρα Παρουσία του, ο για δεύτερη φορά κατελθών Λόγος, συνυπάρχει με τη συλλογική ανερχόμενη ανθρώπινη φύση που θεώνεται (με βάση το ένδυμα της μετουσιωμένης της πτώσης που έλαβε από τον Ιωάννη, προσθέτουμε εμείς). Αυτό λέγεται π.χ. εδώ:
Μοιράζω παλμούς ως Άνθρωπος Λόγος απ’ το είναι μου, που περιέχει το θείο και το ανθρώπινο στοιχείο, μα αυτή τη φορά το θείο και το ανθρώπινο που θεώνεται, και όχι που ήρθε θεωμένο (…).6
Όμως και την πρώτη και τη δεύτερη φορά ήταν ο Ένας Εαυτός που κατήλθε:
Είμαι το Όλον. Ήμουν το Όλον στην προηγούμενη εκδήλωσή μου ως Ιησούς. Μα είμαι το Όλον και τώρα μέσα από τον Ιωάννη. Δεν διασπώμαι, δεν καταμερίζομαι. Οι επεξηγήσεις γίνονται για σένα.7
Και εδώ ο Λόγος λέει στον Ιωάννη, δηλαδή στον Έναν Άνθρωπο, που ήταν πάντα Ένας Εαυτός με τον Λόγο:
Εγώ άνοιξα τον δρόμο για την επιστροφή του [σ.σ.: του ανθρώπου], για την εκ νέου σύνδεσή του με τον Θεό Πατέρα. Εγώ θυσιάστηκα για την αρχή της πορείας του ανθρώπου. Εσύ θυσιάζεσαι για το τέλος της. Εγώ πρόσφερα τον Εαυτό μου για να μπορέσει να προχωρήσει ο άνθρωπος στον δρόμο του Θεού Ενότητα, εσύ τον προσφέρεις για να γίνει ο άνθρωπος Θεός-Ενότητα. (…) Όμως μη διαχωρίσεις αυτές τις δύο θυσίες (…). Εσύ εμφανίστηκες και περπάτησες στη Γη πριν δύο χιλιάδες χρόνια, εγώ εμφανίζομαι και περπατώ τώρα.8
Ανακεφαλαιώνοντας:
• Το Έργο του Λόγου και η θυσία του έγιναν φανερά κατά την πρώτη έλευση του Ενός Εαυτού. Το Έργο του Ενός Ανθρώπου και η θυσία του έγιναν φανερά κατά τη δεύτερη έλευση του Ενός Εαυτού.
• Κατά την πρώτη έλευση, ο Ιησούς εκδηλώθηκε ως ο Λόγος και ως ο Υιός του Ανθρώπου ταυτόχρονα. Κατά τη δεύτερη έλευση, ο Ιωάννης εκδηλώθηκε ως ο Όλος Άνθρωπος και ως ο Λόγος ταυτόχρονα.
• Στην πρώτη έλευση φανερώθηκε στη Γη ο κατελθών Λόγος, που ήταν ένα με τον Άνθρωπο: ο Θεάνθρωπος. Στη δεύτερη έλευση φανερώθηκε στη Γη ο ανελθών Άνθρωπος, που ήταν ένα με τον Λόγο: ο Ανθρωποθεός.
Έτσι προχώρησε το θείο Έργο.
- Διονύσιος Δώριζας, 2001 – Η Δευτέρα Παρουσία, Κονιδάρης, Αθήνα, 1985, σ. 243.
- Ζηζιούλας, Ιωάννης, Ελληνισμός και Χριστιανισμός, Αποστολική Διακονία, Αθήνα, 2003, σ. 192.
- 2001 – Η Δευτέρα Παρουσία, σ. 49.
- 2001 – Δευτέρα Παρουσία, σ. 287.
- Αυτός ο προορισμός του Ανθρώπου Θεού δεν διέφυγε απ’ τους χριστιανούς Πατέρες. Σύμφωνα με τον θεολόγο Παναγιώτη Νέλλα (Ζώον θεούμενον, σ. 27): Οι Πατέρες θεωρούν τον άνθρωπο πραγματικό κυβερνήτη και κύριο του σύμπαντος. Και εννοούν την κυριότητα αυτή ως μια μορφή εξάσκησης της βασιλικής του ιδιότητας.
- Διονύσιος Δώριζας, Η Φώτιση, Κονιδάρης, Αθήνα, 1989, σ. 108-109.
- Διονύσιος Δώριζας, Δάσκαλος Ιωάννης, Κονιδάρης, Αθήνα, 1989, σ. 227.
- 2001 – Η Δευτέρα Παρουσία, σ. 313-314.