Η αντίληψη ότι είμαστε ένα με όλους, ότι κουβαλάμε όλη την ανθρωπότητα, κι ότι εκείνοι που το βιώνουν αυτό γίνονται Πανάνθρωποι, όπως κι η αντίληψη πως ό,τι κάνουμε στους άλλους το κάνουμε στον ίδιο τον Χριστό, αποτελούν αλήθειες που –κατά τη γνώμη μας, τουλάχιστον– άπτονται άμεσα της πραγματικότητας του Ενός Ανθρώπου και της ενότητάς του με τον Λόγο. Αυτές τις αλήθειες παραθέτουμε εδώ, διατυπωμένες από έναν μεγάλο Χριστιανό στοχαστή της εποχής μας.
~*~
π. Λουδοβίκος Νικόλαος, Η Θεολογία του Προσώπου στην Ορθόδοξη Εκκλησία, Ομιλία στον Ιερό Ναό Αγίας Σκέπης, Έδεσσα, 13.3.2011 [απομαγνητοφώνηση]
Κάθε άνθρωπος που σκοτώνεις έξω σου είναι ένα κομμάτι του εαυτού σου που πεθαίνει. Καταλάβατε; Κι όταν φτάσεις να τους σκοτώσεις όλους δεν έχεις εαυτό. Όπως μέσα στην έρημο. Υπάρχουμε στην έρημο; Αν δεν έχει κανένα να με φωνάξει, να με αποκαλέσει με το όνομά μου – φανταστείτε ένα παιδί που γεννιέται στην έρημο και μεγαλώνει στην έρημο, είναι άνθρωπος αυτό; Δεν είναι. Μπορεί να νιώθει ως καμήλα αν συναναστραφεί με καμήλα. Μπορεί να νιώθει ως οτιδήποτε θα ‘ρθει «σε επαφή με»: αυτό θα του δώσει ταυτότητα.
Ταυτότητα λοιπόν παίρνω μέσα από τη σχέση, και η σχέση αυτή, αν δεν υπάρχει, δεν μπορώ κι εγώ να έχω ταυτότητα. Είναι μια επέκταση του εαυτού μου στην αλήθεια της αιωνιότητας. Γιατί δεν επεκτείνομαι μόνο σ’ αυτούς που ξέρω, αλλά και σ’ αυτούς που ζήσανε προηγουμένως, σ’ αυτούς που θα ‘ρθουνε, έτσι δεν είναι; Γίνομαι ένας Πανάνθρωπος.
Βλέπετε πώς είναι ένας άγιος: λέμε, ξέρω ‘γω, ο άγιος Γεώργιος. Τι ήταν ο άγιος Γεώργιος; Ένας άνθρωπος σαν εμάς ήταν ο άγιος Γεώργιος. Στρατηγός με δυσκολίες φοβερές, διέταξε και επιθέσεις, είδε κι ανθρώπους να σκοτώνονται, χτύπησε το κεφάλι του κάτω με ήττες, μετάνιωσε που έκανε λάθη σαν στρατιωτικός που ήταν, και κάποια στιγμή είπε «Θεέ μου, δεν αντέχω τον πόλεμο» κι έγινε πιστός, έγινε Χριστιανός. Είναι πολύ ανθρώπινα όλα αυτά.
Όταν πλησίασε, όμως, στον Χριστό και μπήκε στον οίκο του Πατρός και βρήκε τους άλλους όλους και βρήκε όλη την αιωνιότητα αυτή των σχέσεων (…) μπαίνει λοιπόν και γίνεται ένας Πανάνθρωπος και εκεί ζει αιώνια και όλοι μας ζητάμε τις μεσιτείες του για να μπούμε στο σπίτι (…) υπάρχει για μας και ξέρει για μας, εν Αγίω Πνεύματι, και κατά κάποιο τρόπο μπαίνει μέσα στη θεία ενέργεια την άκτιστη, μπαίνει μες στον Θεό, κι ο Θεός τον ρωτάει και τον ακούει (…).
~*~
π. Λουδοβίκος Νικόλαος, 15.3.08 – [απομαγνητοφώνηση] Διακίδειος Σχολή Πατρών
Θέλω να σας θυμίσω λίγο, επειδή είναι πολύ κοντινή, για να καταλάβετε τι λέω, την παραβολή της εσχάτης κρίσεως. Τι γίνεται εκεί πέρα; Είναι κάτι φοβερό. Πάμε όλοι ενώπιον του Χριστού για να κριθούμε. Και περιμένουμε ο Χριστός να μας κρίνει ανάλογα με το τι έκανε ο καθένας, εγώ τι έκανα. Και είμαστε όλοι έτοιμοι να πούμε, εγώ πήγα στην εκκλησία, έκανα εκείνο, έφτιαξα ναούς, έκανα κατηχητικά, έκανα συνάξεις, έκανα το ένα, το άλλο. Λοιπόν, μου κάνει μια φοβερή ερώτηση ο Χριστός, την οποία δεν περιμένω. «Επείνασα γαρ, και ουκ εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα, και ουκ εποτίσατέ με…».
Μου κάνει μια φοβερή ερώτηση, μου λέει: «Μόνο σε βλέπω, πού είναι οι άλλοι;». Αυτή την ερώτηση δεν μου κάνει; Δεν με ρωτάει πόσες φορές εξομολογήθηκα, πόσες φορές κοινώνησα, πόσες ώρες έκανα προσευχή. Μου λέει «επείνασα και ουκ έδωκάς μοι φαγείν»… Μα, δεν σε είδα ποτέ – βλέπετε εδώ ο ατομιστής: δεν σε είδα ποτέ εγώ εσένα. Μα έβλεπες όλους τους άλλους, που είμαι εγώ αυτοί οι άλλοι. Το σώμα μου έχει πολλά μέλη.
Η ερώτηση την οποία δέχομαι στα έσχατα, η μοναδική ερώτηση, είναι ακριβώς αυτή. Δηλαδή, στην ελευθερία που είχες να κοινωνήσεις μαζί μου, αυτή η ελευθερία την οποία είχες να πραγματώσεις τον εαυτό σου περιλαμβάνει και τους άλλους μέσα; Τι λέω, καταλάβατε τι λέω; Και στους άλλους θα πει, «επείνασα και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα και εποτίσατέ μοι, ξένος ήμην και συνηγάγετέ μοι», που σημαίνει ότι ο καθένας από σας κουβαλάει όλη την ανθρωπότητα εδώ. Δεν είστε μόνοι.
Όπως ο Πατήρ κουβαλάει ολόκληρη τη θεότητα, όπως ο Υιός κουβαλάει ολόκληρη τη θεότητα, έτσι και εμείς κουβαλάμε ολόκληρη την ανθρωπότητα, ή δεν την κουβαλάμε; Και αυτό είναι το φοβερό, ότι θα κριθούμε μεταξύ μας στο τέλος. Φαντάζομαι ότι ο Χριστός θα στέκεται ως ακροατής, δηλαδή όπως είμαστε μαζεμένοι εδώ, για κάποιον θα λέγεται ότι είναι μόνος του αυτός, και οι άλλοι θα λένε ναι, δεν βρήκαμε τόπο μέσα του κανένας μας. Για κάποιον άλλον θα λέγεται ότι εδώ όλοι βρήκαμε τόπο. Και όλοι θα λένε πραγματικά εδώ βρήκαμε τόπο να σταθούμε. Βλέπετε ότι η έσχατη κρίση είναι μια κρίση του ποιοι θα κάνουμε και το αν θα κάνουμε την ελευθερία μας κοινωνική, αν θα την κάνουμε σχέση, ή αν η ελευθερία αυτή θα είναι ένα κλείσιμο στον εαυτό και μια θέληση για δύναμη και εξουσία πάνω στους άλλους.
(…) Εάν όμως πω ότι είμαι εγώ για να καλλιεργήσω τα χαρίσματα των άλλων, για να ξεγεννήσω τους άλλους σαν καλή μαμή, για να δω τους άλλους ακριβώς ως εικόνες Θεού και να τους ελευθερώσω στο να απολαύσουν αυτό το γεγονός, τότε είναι χαρισματούχοι όλοι. Αμέσως τότε η ελευθερία μου γίνεται ένας τρόπος στο να γίνω Πανάνθρωπος, να αποκτήσω το ομοούσιο, να αγκαλιάσω όλους τους ανθρώπους.
~*~
π. Νικόλαος Λουδοβίκος – Θεολογία και Κοινωνία
Διότι ο γερο-Πορφύριος, που αγιοποιήθηκε πρόσφατα –κι εγώ του οφείλω προσωπικά πάρα πολλά–, με κουβαλούσε πάνω του απ’ την πρώτη στιγμή που με είδε. Με κουβάλησε. Με σήκωσε. Χωρίς να μου χρωστάει τίποτα. Κι είχα την αίσθηση ότι ήταν Πάσχα εκείνη τη μέρα. Κάθε φορά που τον έβλεπα αισθανόμουν ότι ήταν Πάσχα, κάθε μέρα. Και γι’ αυτό τον λόγο είχε τα χαρίσματα που είχε. Εμείς δεν έχουμε τα χαρίσματα, δεν κουβαλάμε κανέναν, τον εαυτό μας θέλουμε να δικαιώσουμε…
(…) Θυμάμαι πόσο είχε τη δυνατότητα να εμφυτεύσει υπαρξιακά, κι όχι απλώς να ερμηνεύσει διαλεκτικά, τη φράση «ίνα ώσιν εν» σ’ εμένα. Τον είδα να το κάνει… Τον είδα να δέεται για ανθρώπους και να χρησιμοποιεί το πρώτο πρόσωπο. Εγώ ο ίδιος τον ρώτησα: τι ακριβώς εννοείτε; Και μου λέει «μα δεν καταλαβαίνεις ότι εγώ κι εσύ είμαστε ένα»; Και μετά κατάλαβα ότι όλα τα χαρίσματα που είχε, απ’ αυτό εξαρτιόταν. Καταλάβατε; (…) Έτρεχε για τον ληστή και για τον κλέφτη και τον λωποδύτη, για τον τρελό και τον ηλίθιο και φώναζε: «Θεέ μου, ελέησέ με, εγώ είμαι αυτός!».
~*~
Ο π. Νικόλαος Λουδοβίκος (1959, Βόλος) είναι συγγραφέας, διδάκτορας θεολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, καθηγητής δογματικής και φιλοσοφίας στην Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία Θεσσαλονίκης, Διευθυντής Θεολογικών και Ιερατικών Σπουδών και πρώην Πρόεδρος της Ακαδημίας, επιστημονικός συνεργάτης-συγγραφέας στο μεταπτυχιακό θεολογικό πρόγραμμα του Ανοικτού Ελληνικού Πανεπιστημίου, επισκέπτης Καθηγητής στο Ινστιτούτο Ορθόδοξων Χριστιανικών Σπουδών του Κέμπριτζ και διδάσκων Ερευνητής στο Παν/μιο του Γουίντσεστερ (UK), ενώ έχει εργαστεί στο ερευνητικό κέντρο για τον αρχέγονο χριστιανισμό Tyndale House του Κέμπριτζ, έχει διδάξει και δώσει σεμινάρια στο Κέντρο Προχωρημένων Θεολογικών και Θρησκευτικών Σπουδών (C.A.R.T.S.) της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ, στο Πανεπιστήμιο του Ντάραμ και μέχρι σήμερα δίνει διαλέξεις σε διάφορα Πανεπιστήμια κι Ερευνητικά Κέντρα. Επίσης, είναι πρωτοπρεσβύτερος της Ορθόδοξης εκκλησίας. Έχει σπουδάσει ψυχολογία και παιδαγωγική, θεολογία και φιλοσοφία στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, στη Σορβόνη -Paris IV, στο Καθολικό Ινστιτούτο του Παρισίου και στο Κέμπριτζ.